δούλη καὶ σκλάβα τῶν Φραγκῶν, τʼ ἤθελες εἰς τὸν γάμον;
ἡ κίσσα εὐθὺς ἀπήρξατο, τὴν πασιδόνα λέγει 320
„ἀτζούπωτε, ἀδιάντροπε, ἐμέναν καταλέγεις;
ἐσὺ ἤσουν καρτσανᾶ παιδί πολλά μυριοχρειωμένου,
καὶ ἔφας τὴν ἐνθήκην σου, τὰ δώδεκα δουκάτα,
καὶ τὸ σουβλίν σου ἐπούλησες ἀλλὰ καὶ τὸ κοπίδιν,
κʼ ἀγόρασέν σε, τζαπεροῦ, ὡς πρῶτόν του κορίτσιν. 325
αὐτήνην τὴν ἐμπαλωτοῦν τάχα τὴν καμαρόνεις,
ὁπὤχει κόκκινον ὀμπρός καὶ μαῦρον ἐξοπίσω,
καὶ τὴν ποδεάν σου βένετον, ʼς τὴν ῥάχην σου γαλάζην;
ἐκ τὴν πτωχιὰν τὴν εἴχετε φορεῖς καὶ μαύρην σκέπην
καὶ ψυχικὸν ʼποδήματα μαῦρα τινὸς Χατζάρας. 330
κι ὡς ἔτυχεν, οὐκ εἴχετε ψωμὶν διὰ νὰ φᾶτε,
ἐμάθετε καὶ τρώγετε ὅλους μας τοὺς ἰχθύας.
πάντως οὐ λέγω ψέματα, οἱ πάντες θεωροῦν το,
τὸ πῶς καθίζεις, ἄτυχε, κάτω εἰς περιγιάλιν,
ὑπάγεις καὶ καθέζεσαι εἰς πέτραν στεφανέαν, 335
καὶ βλέπεις τὸ ψαρόπουλον αὐτὴν τὴν ἀθερίναν,
κι ἂν ἔχῃ δρόμον, οὐ λαλεῖς, ἀφίνεις την καὶ πάγει,
εἰ δὲ πολλάκις ἂν σταθῇ μικρόν νὰ ἀνασάνῃ,
εὐθὺς βουτᾷς καὶ παίρνεις την καὶ τρώγεις την ὁλώμην,
ὡς ἔμαθες ʼς τὸ σπήτιν σας, πτωχή, ʼς τὸ πατρικόν σας. 340
εἰ δὲ πολλάκις καὶ συμβῇ κανεὶς νὰ σὲ πιάσῃ,
κανεὶς πτωχὸς πραγματευτὴς, ἄνθρωπος τῆς κατζάνης,
σφάζει σε μὲ τὸ ὑπέρπυρον, βάνει σʼ εἰς τὸ πουγγίν του,
ὡς θυγατέρα τάχατε τοῦ καρτζανᾶ ὠφελέσειν.
καὶ σὺ τολμᾷς ὑβρίζειν με τὴν ταπεινὴν τὴν κίσσαν; 345
ἐγὼ Ῥωμειοῦ παιδίν εἶμαι καὶ κλέψασίν μʼ οἱ Φράγκοι,
(νὰ ʼπῶ ὡς ἤμουν εὔμορφον, καὶ τί νὰ τὸ καυχοῦμαι;)
καὶ τὰ ῥωμέϊκα ἔμαθα, μωρὴ, καὶ συντυχαίνω.
μᾶλλον τοὺς κλέπτας μέμφομαι καὶ λέγω κλέπτης, κλέπτης,
μισέρη, κλέπτης, πιάσε τον, ὅτι παίρνει τὰ καλίγια. 350
οἱ πάντες τὸ γνωρίζουσιν, οἱ πάντες τὸ κατέχουν.
Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/211
Εμφάνιση
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––189 ––