Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/203

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––181 ––


ἀνάζηβε τοῦ παρναβᾶ, μέ τʼ ἄχρηστον δερμάτιν,
κι ἀποθηκάριν τοῦ Μωσέ γιομάτον κιλινέας,
κι ἁπλῶς ἀσκὶν βρωμιάρικον, τίποτε μὴ λαλήσῃς.“ 55
 Ἐκεῖνα οὐκ ἐσίγησαν τὴν ὄχλησιν τὴν εἶχαν,
καὶ ὁ τζικνέας ἤρξατο τὸν γέρανον ὑβρίζειν
„χαρὰ ʼς τον τὸν καλόγερον ποῦ ἦλθεν εἰς τὸν γάμον
μὲ τὸν μακρὸν τὸν σφόνδυλον καὶ τὸ πολὺν καμάριν,
κουναυλοπόδης, ἄβραστος, μὲ τὰς μαύρας τὰς κάλτσας. 60
εἰπέ με, καλογέρανε, τʼ ἤθελες εἰς τόν γάμον
μὲ τὸν μακρὺν τὸν σφόνδυλον, μὲ τὸ πολὺν καμάρι;
ὡς καπιτρούλιον σκοπᾷς, θέλεις ἰδοὺ νὰ ἔχῃς,
καὶ εἶσαι καμηλόῤῥαχος, καμηλοπερπατάρης.
ὅταν σὲ φθάσῃ ὁ αὐθέντης σου, ἀνάσκελα μοῦ πέφτεις, 65
καὶ τάχα μὲ τοὺς πόδας σου θέλεις νὰ βοηθᾶσαι.
λοιπὸν ἀνάστα, ταπεινὲ, καὶ φύγε ἐκ τὸν γάμον,
μελανομακροθώρετε, Σαρακηνὲ κουτρούλη.“
εὐθὺς γυρίζει ὁ γέρανος καὶ λέγει τὸν τζικνέα
„ἐμὲν τὰ λέγεις, ἐλεεινέ χαλκέα, κωπηλάτα, 70
ποὔφαγες τὴν ἐνθήκην σου, τό στάμενον τὸ ξένον,
κι ἀπʼ ὁρμησιὰν εἰς ὁρμησιὰν ὑπάγεις καὶ καθίζεις,
πάλιν εἰς τʼ ἀκρουτήρια καὶ εἰς τὸ παραγιάλιν,
τάχα νὰ στήσῃς, ἄτυχε, τὸ στάμενον τὸ ξένον;
ψέμα οὐ λέγω, ἄρχοντες, καὶ σεῖς νὰ τὸ θωρῆτε, 75
πῶς ἀνατρέχει τὸν γιαλὸν καὶ τὰ καρφιὰ γυρεύει,
κι ὅταν πετάσῃ, βλέπετε, ʼς τὸν κῶλον τὸ βαστάζει,
τὸ εἶχεν εἰς τʼ ἐργαστήριν του ἐκεῖνον τὸ ξυλάβιν.
κι ἐμένα πῶς ἐτόλμησας καὶ συκοφάντησές με,
τὸν τρώγουσιν οἱ βασιλεῖς μετὰ πολλοῦ τοῦ πόθου, 80
καὶ τρώγουσιν τὰ ἄκρη μου οἱ ἄρχοντες κρασάτα.
μὰ τὴν ἀλήθειαν τὴν πολλὴν θέλω νὰ σὲ ὑβρίσω,
καὶ πάλιν, κακοῤῥίζικε, θέλω νὰ σʼ ὀνειδίσω.
ἐκ τὴν ἀγούζαν ῥαγουζοῦ ὁμοιάζεις καὶ δισάκκιν.