Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/196

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––174––

καὶ οὐ πίπτεις ν᾿ ἀναπαυθῇς καθὼς τὰ ἄλλα ζῶα, 945
οὔτε ἀνάπαυσιν μικρὰν έχεις ὡσὰν οἱ πάντες·
ἀλλ᾽ ὅταν θέλῃς νὰ ὑπνῇς, ἱστέκεσαι ὁλόρθος
καὶ ἀκουμπίζεις εἰς δενδρὸν ἢ εἰς μεγάλην πέτραν,
καὶ μετὰ φόβου στέκεσαι καὶ τρέμεις καὶ κοιμᾶσαι·
καὶ ἂν νυστάξῃς πάμπολλα καὶ κοιμηθῇς βαρέα. 950
ἀλλοὶ (’ς) ἐσὲν κακότυχον, πῶς θέλεις ἐξεστρέψει,
νὰ γείρῃς ἐξανάσκελα, νὰ πέσῃς ἄνω κάτω,
οἱ πόδες σου νὰ στέκουνται ἀπάνω ὥσπερ ξύλα,
ποσῶς δὲ νὰ μὴ δύνασαι διὰ νὰ ᾽γερθῇς ὁλόρθος.
καὶ ἔρχουνται οἱ ἄνθρωποι ὁποῦ σὲ κυνηγοῦσιν, 955
εὑρίσκουν καὶ σκοτόνουν σε καὶ καταλύουσίν σε,
ὡς ἄνανδρον, ὡς ἀσθενὴν, μὴ ἔχοντα τί δρᾶσαι.
καὶ σὺ ληρεῖς μὲ τὰς πολλὰς τὰς ψεματολογίας,
πῶς εἶσαι ζῶον μέγιστον, πάνυ ἀνδρειωμένον.
πολλάκις δὲ οἱ ἄνθρωποι ποιοῦν καὶ ἄλλας πράξεις 960
καὶ τέχνας ἄλλας, ἄτυχε, πῶς νὰ σὲ καταλύσουν,
καὶ οὔτε ὕπνον θεωρεῖς νύκταν τε καὶ ἡμέραν
ἀξινογλύφουν τὰ δενδρὰ ἢ πριονοκοποῦν τα,
καὶ ἀποκόπτουν τα λοιπὸν εἰς ἄκρον νὰ κοποῦσιν,
καὶ πᾶς ἐκεῖ νὰ κοιμηθῇς, ἐκεῖ καὶ νὰ ᾽κουμπήσῃς· 965
τὸ δένδρον πίπτει, κρούει σε καὶ εἰς τὴν γῆν σὲ βάνει,
σκοτόνουν σε, ὡς εἴπομεν, καὶ παίρνουν τὰ ὀστᾶ σου.
αὐτὰ γὰρ εἶναι τὰ καλὰ καὶ τ᾽ ἀγαθὰ τὰ ἔχεις.“—
τότε ὁ μέγας ἔλεφας εἰς ἄκρον ἐθυμώθη,
στο μετὰ σφοδρᾶς τῆς ἀπειλῆς τὴν μαϊμοῦν ἐλάλει 970
φεῦγε, φαγκρὶν, παράπτωμα ἀκάθαρτον παράπαν,
μυσεροκακομούτζουνον, ψειροκονιδοφάγον,