Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
19
ΤΑ ΟΡΗ ΚΑΙ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ.
Ἡ Θάλασσα καὶ ἡ Στεριά, εὐθὺς ποῦ εἶχαν ἔβγει
ἀπ’ τὴν δημιουργία,
’πιασθῆκαν στὰ μαλώματα: ἡ κάθε μιὰ γυρεύγει
νὰ πάρῃ τὰ πρωτεῖα.
—Γιὰ πέσε καὶ προσκύνα με, Στεριά, τὴν ἀδελφή σου!
ἡ θάλασσα φωνάζει.
Ἐγὼ ’γεννήθηκα προτοῦ, κ’ εἶμαι τρανήτερή σου,
νὰ μὲ τιμᾷς ταιριάζει.
—Ἐμὲ προσκύνα, κράζ’ αὐτή. Ἂν ἦμαι κι’ ἀπὸ σένα
μικρότερη, τὶ τάχα;
Ἐγώ ’χω τόσα δὰ καλὰ παιδάκια γεννημένα,
ἐσὺ νερὸ μονάχα.—
Τότε γυρίζ’ ἡ θάλασσα καὶ τὰ παιδιά της κράζει,
σὰν ἦσαν κοιμισμένα.
—Γιὰ σηκωθῆτε, κύματα! Ἀκοῦτε πῶς χλευάζει,
τὴν μάνα σας, ἐμένα;—
C 2