“Ἔχεις ξεφύγει τὸ μαχαῖρι τροχητό,
γιὰ τὴν κρεμάλ’, ἀχρεῖε, ἑτοιμάσου!
Καὶ ’ξεῦρε πῶς, ἂν ἕν’ ἀκόμα σ’ ἐρωτῶ,
τὸ κάμνω γιὰ ν’ αὐξήσω τὰ δεινά σου.
Ἔχεις εἰπεῖ, πῶς ἄλλοτε στὸν τόπ’ αὐτό,
εἶχες καὶ σὺ πατέρα τάχα ξακουστό—
Ποιό κτῆμα εἶχ’ αὐτός, ποῦ λὲς πατέρα!
Τὸ ’δῶθ’ ἀπ’ τὸ δικό μου, ἢ τὸ πέρα;
“Ἄν ’πῇς τὸ ’δῶθε— Ἦταν ἄτεκνος αὐτός,
καὶ ξεψυχᾷς μὲ τὴν ψευτιὰ στὸ στόμα.
Ἂν ’πῇς τὸ πέρα—Δὲν εἶχε παιδιά· ἐκτὸς
μιὰ θυγατέρα.... Τὴν ’θυμοῦμ’ ἀκόμα!”
“Δὲν τὴν ’θυμᾶσαι, ποῦ ν’ ἀστράψῃ νὰ καγῶ!
’Γὼ εἶμ’ ἐκείνη! Ἡ Σοφία εἶμ’ ἐγώ!
Ἡ φτώχεια καὶ οἱ φόβ’ ἀπ’ ἀτιμία
μ’ ἀλλάξαν φορεσιὰ κι’ ὀνομασία...”
Τὰ δάκρυά της, σὰν δροσούλα σιγαλὴ
στὰ ῥόδα, στάζουν πὰ στὰ μάγουλά της.
Τὸ φέσι ’βγάλλει κι’ ἀπολνάει ’ντροπαλὴ
τὰ μακρυὰ κι’ ὁλόξανθα μαλλιά της.
Ὡσὰν νὰ εἶχ’ ἀστράψει λὲς ὁ οὐρανός,
κ’ ἐμπρὸς στὰ πόδια τ’ ἔπεσ’ ἕνας κεραυνός,
’ξαφνίσθη τὸ σκληρὸ τὸ παλληκάρι,
κι’ ἀναπνοὴ δὲν εἰμπορεῖ νὰ πάρῃ.