Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/266

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
254


Ἐκεῖ τραγούδημ’ ἄκουσε,
πουλὶ σὰν νὰ τὸ στέλλῃ,
σὰν νὰ τὸ λὲν ἀγγέλοι—
Ὠϊμένανε, ὠϊμένανε!
Πρὶν ἢ τὸ νοιώσ’ ἑλκύσθηκε,
πρὶν τὸ σκεφθῇ ’παγαίνει,
’σ’ ἕνα παλάτι ’μβαίνει—
Ὠϊμένανε, ὠϊμέ!

“Ἐμὲ μ’ ἐκάμαν μάγισσα.
Τί θὲς ἐσύ, διαβάτη,
στ’ ὡραῖό μου παλάτι;”
“Ὠϊμένανε, ὠϊμένανε!
Κυρά, τὸν δρόμο μ’ ἔχασα,
κ’ ἐμβῆκα, τὸ ξενάκι,
ν’ ἀναπαυθῶ ’λιγάκι—
Ὠϊμένανε, ὠϊμέ!”

Τὰ ’μάτια της χαρούμενα
ἀστράψαν σὰν ἀστέρια,
κ’ ἐπρόβαλε τὰ χέρια—
Ὠϊμένανε, ὠϊμένανε!
Ἐλύγισε τὸ σῶμά της
καὶ ’πέσαν τὰ ξανθά της,
τὰ μακρυὰ μαλιά της—
Ὠϊμένανε, ὠϊμέ!