Η ΤΕΧΝΗ ΜΟΥ.
(Ἀφιερωτικὸν τοῦ εν σελ. 53 ποιήματος ὁ Γαλαξίας.)
ΤΩι ΕΞΟΧΩΤΑΤΩι ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΡΕΣΒΕΥΤΗι ΕΝ ΛΟΝΔΙΝΩι
ΚΥΡΙΩι Π. ΒΡΑΪΛΑι ΑΡΜΕΝΗι.
Ῥαφτάκι μ’ ἤθελ’ ἄλλοτες ἡ Τύχη—
Γιατί νὰ ’ντροπιασθῶ καὶ νὰ τ’ ἀρνοῦμαι;
’Λησμόνησα τὰ ράμματα, τὴν πήχη,
μὰ τὴν ἰδέα τῆς τέχνης τὴν ’θυμοῦμαι.
Τὴν ὥρα, ποῦ τῆς νύχτας ἡ αὗρα φέρει
τὴν πρώτη δρόσο στ’ ἄνθη καὶ τὰ κρίνα,
ἐγὼ ’ξυπνῶ καὶ κάθομαι νυχτέρι,
σκυμμένος ’μπρὸς ’σὲ θεϊκὴν ἀκτῖνα.
Μέσ’ στὴν σιγή, ποῦ γύρω βασιλεύει,
μόνο τὰ ὄνειρ’ ἀγρυπνοῦν τοῦ κόσμου—
Ποιά εἶν’ αὐτὴ ἡ ὡραία, ποῦ με γνεύει
μὲ μιὰ ’ματιά, ποῦ ’μοιάζει τῆς μητρός μου;
Μὲ τὴν στολὴ τὴν ἐθνικὴ ’νδυμένη,
μὲ τὴν ἁγνὴ κι’ ἀρχοντική της χάρη,
βασίλισσά ’ναι, λέγεις, ’ξακουσμένη,
Ἁγία σ’ ἐκκλησιᾶς προσκυνητάρι.
“Θεὸς μαζί σ’. Ἀρχόντισσα! Λυπήσου
ἕν’ ἄγνωστο κι’ ἀνήξερο τεχνίτη!
|