Μ’ αὐτοῦ μέσα στὴν φραγὴ
τ’ ἀνοιχτάρι τ’ ἔχει ῥίξει,
γιὰ νὰ τωὕρ’ ὅποιος νοεῖ,
ὅποιος εἰμπορεῖ ν’ ἀνοίξῃ.
Ὅταν ’δρώσῃς στὴν σπουδὴ
καὶ τὴν γλῶσσά τ’ ἀποκτήσῃς,
τότε τωὗρες τὸ κλειδί,
ἄνοιξ’, ἔμβα νὰ θερίσῃς.
Μὰ σὰν ’μβῇς στὴν ξένη γῆ,
ἡ νεότη σ’ ἂς μὴν πάρῃ
κάθε χόρτο γιὰ φαγί,
γιὰ σπορὰ τοῦ περβολάρη.
’Κεῖνος ἔσπερν’ ὁ φτωχὸς
σιταράκι, μόν’ ἀθέρα.
Μὰ ὁ τόπος μοναχὸς
’βγάλλ’ ἀγκάθια κάθε ’μέρα.
Μὴ μοῦ πέσῃς τὸ λοιπόν,
καὶ θερίσῃς ἄρον ἄρον,
γιὰ πνευματικὸν καρπόν,
ταὶς τσικνίδαις τῶν γαδάρων!
Τὸ δρεπάνι σ’ ἂς στραφῇ
εἰς τὰ διαλεγμένα στάχια,