βουλευταὶ μὲ τὴν ἀράδα,
κ’ ὑπουργοὶ μὲ τὴν σειρά.
Μὰ γιὰ τοῦτο δὰ βεβαίως
’γὼ καὶ σὺ κι’ ὁ κὺρ Μητάκος
νὰ τοῦ δείξουμ’ εἶναι χρέος
πόσ’ ἀπίδια βάλλ’ ὁ σάκκος!
Ἀγαπᾷ λὲν τὰ λουλούδια,
καὶ ταὶς εὔμορφαις ’λιγάκι·
κ’ ἔγραψ’ ἕνα δυὸ τραγούδια
διὰ κάποιο χωριατάκι.
Μὰ ποιήσεως προζύμι
δὲν εὑρῆκ’ αὐτοῦ νὰ διῶ:
Δέκα φεῦ καὶ πέντε οἴμοι,
’σ’ ἕνα στίχον, ἢ σὲ δυό.
Καὶ γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει τάχα
’γὼ καὶ σὺ κι’ ὁ κὺρ Μητάκος
νὰ τοῦ δείξουμε τοῦ χάχα
πόσ’ ἀπίδια βάλλ’ ὁ σάκκος!
Φέρτε μου χαρτὶ ’δωπέρα
καὶ βρισιαὶς μιὰ μπαταρία,
νὰ τοῦ πάρω τὸν ἀγέρα
μὲ τὴν ἀνεξαρτησία!
Νὰ τοῦ ’πῶ πῶς ἂν τολμήσῃ
νὰ ξαναπιασθῇ μ’ ἑμᾶς,