Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
195
κἄτι μούσπουλα στυφά,
κ’ ἔτσι δὰ μὲ καλοπιάνει:
—Ἔλα κάτου, νὰ σὲ ’πῶ
ἕνα μυστικὸ λογάκι.
Νἄξερες πῶς σ’ ἀγαπῶ!
—Σὰν ὁ σκύλος τὸ γατάκι!—
Τῆς φωνάζω, τὸ ζαβό·
Μὰ καὶ πάλι, δίχως τρόμο,
’βιάσθηκα νὰ καταβῶ
ἀπ’ τὸν θρόνο μου στὸν δρόμο.
Νὰ μὴ ’φήσω τὴν γρῃὰ
μὲ τὴν μαύρη της ἰδέα:
πῶς ἡ ψεύτικη θωριὰ
κάμνει τὴν μορφή μ’ ὡραία.
—Ἔλα, κάτσ’ ἐδὼ κοντά.
’Δώθε! Μέσ’ στὰ σκέλια μ’ ἔλα!—
Καὶ στὸ σάλιο της βουτᾷ
τὴν λερή της ἐμπροστέλα·
στὴν κοιλιά της μ’ ἀκουμβᾷ·
πὰ στὸ πρόσωπό μου σκύβει·
τὴν ’μπροστέλα της τραβᾷ,
καὶ τὰ μάγουλά μου τρίβει!
Ο 2