Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
4
Στρέφει τὰ μάτια στ’ ἁψηλὰ
καὶ τὸν Θεὸ κυττάζει,
τὸ δάκρυ του κατρακυλᾷ,
—Βοήθα με! —φωνάζει.
Καὶ ὁ Θεὸς ποῦ τὸν πονεῖ,
γιὰ τὴν καλὴ καρδιά του,
γνεύει τοῦ Ἥλιου νὰ φανῇ
νὰ πᾷ βοήθειά του.
Ἀπὸ τὴν μιὰ ἡ συννεφιὰ
κι’ ὁ ἥλιος ἀπ' τὴν ἄλλη,
τῆς Ἴριδος ἡ ευμορφιὰ
στὸ μεταξύ προβάλλει.
—Βάλλετ’, ἐχθροὶ τοὺς κεραυνοὺς,
τὰ ὅπλα σας στὴν θήκη,
γιατ’ εἶμ’ ἐγὼ στοὺς οὐρανοὺς
ἡ παλαιὰ συνθήκη,
Ποῦ ἔγραψ’ ὁ Δημιουργὸς
μὲ χρώματα ποῦ μένουν,
γιὰ νὰ τὰ βλέπ’ ὁ γεωργὸς
νὰ ξεύρῃ τὶ σημαίνουν.
Τὸ κόκκινο εἶναι κρασί,
τὸ κίτρινο σιτάρι·