Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/151

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
139


Κι’ ἀπ’ τὴν γλυκειά σου μουσικὴ τὸ κῦμ’ ἀναγαλιάζει
κι’ ἀλλάζει μὲ τὴν ἀμμουδιά, ποῦ μ’ ἔρωτα ἀγγαλιάζει
ἕνα φιλάκι τρυφερό.
Καὶ μαγεμμένα τ’ οὐρανοῦ τὰ διαμαντένι’ ἀστέρια
ἁπλόνουν τὥνα στ’ ἄλλο τους τ’ ἀκτινωμένα χέρια,
γιὰ νὰ πιασθοῦνε στὸν χορό.

Γιατὶ ἡ καρδιά σου τὴν ζωή, τὸν Ἔρωτ’ ἀπαρνήθη,
καὶ τὸ τραγοῦδι δὲν λαλεῖ στὰ φλογερά σου στήθη,
καθὼς ἐλάλει μιὰ φορά;
Πῶς ἔσβυσε τ’ ἀστραφτερὸ λαμπάδι τῆς στοργῆς σου,
καὶ μ’ ἄφηκε στὰ σκοτεινά, τ’ ὀρφανικὸ παιδί σου,
χωρὶς ἐλπίδα καὶ χαρά;

Στὴν λύρα, ποῦ μ’ ἐχάρισες, μιὰ κόρδα μὤχει σπάσε·
καὶ τὸν φαιδρό της τὸν σκοπὸ φοβοῦμαι μὴν κεχάσῃ,
στὴν θλίψι μου τὴν ψυχική.
Ξύπνα, πατέρα, κροῦσέ μου τ’ ἁρμονικὸ βιολί σου,
καὶ ’ταίριασε ἀκόμη μιὰ μὲ τὴν γλυκειὰ φωνή σου
τὴν θλιβερή μου μουσική!

Νὰ ψάλω ’να γλυκὸ σκοπό, τὸν Χάρο νὰ κοιμίσω·
νὰ ’μβῶ στὴν μαύρη του σπηλῃά, πατέρα, νὰ χυμήσω,
νἀρθῶ στὴν ἀγκαλιά σου.
Ἢ νὰ σὲ κλέψ’ ἀπ’ τὸ βαθύ, τὸ παγερὸ σκοτάδι,
ἢ νὰ ’πομείνω, νὰ πιασθῶ, νὰ σκλαβωθῶ στὸν Ἅδη,
γιὰ νὰ λαλῶ σιμά σου.