Βράδι νἄρχωνται κοπέλαις,
ῥόδα, μύρτα νὰ τοῦ ῥαίνουν·
μὲ ψαλσίματα, μὲ τρέλαις
τ’ ὄνειρό του νὰ γλυκαίνουν.
Νύχτα νἄρχεται τ’ ἀηδόνι
σύντροφος στὴν μοναξιά του,
τὴν σιγὴ νὰ ξεσηκόνῃ,
νὰ λαλῇ τὰ βάσσανά του.
Κ’ ἐκεῖ δὰ ποῦ θὰ προβάλλῃ
τῆς Αὐγῆς ἡ πρώτ’ ἀχτίδα,
νὰ ’ξυπνᾷ καὶ νὰ μᾶς ψάλλῃ
τὴν Ἀγάπη, τὴν Ἐλπίδα.