Κι’ ἀνοίγ’ ἡ Φύση τὸν ναὸ,
τὰ εὐρύχωρά της δάση,
κ’ ἐκκλησιάζει τὸν λαό,
ποῦ 'βγῆκε νὰ γιορτάσῃ.
Ὁ Ἥλιος ’μβαίν’ ἐλαφρυὰ
κι' ἀνάφτει τὰ λαμπάδια :
Δροσιαὶς ἀστράφτουν στὰ κλαριά,
σὰν φλόγαις στὰ σμαράδια.
Λιβάν’ ἡ Τριανταφυλλιὰ
στὸ θυμιατῆρι βάλλει·
τ’ ἀηδόνι μ’ εὔθυμη λαλιὰ
τὸ “Ἠσαΐα” ψάλλει.
Θεὸς τὰ στέφανα 'βλογεῖ
μὲ τ’ ἅγιό του χέρι—
’Πανδρεύεται ἡ χήρα Γῆ,
παίρνει τὸ Καλοκαῖρι!