μά, τρία ’θάψαν ἀγκαλιὰ
τὰ χέρια μ’ ἀδερφάκια!
—Ὤ, δῶστε μ’ εὔσπλαχνη καρδιὰ
ἕν ἄσπρο καὶ σ’ ἐμένα,
νὰ μνημονέψω τὰ παιδιά,
ποῦ μ’ ἔχουν ’σκοτωμένα!
Τὴν κόρη ’θέλαν μοναχὴ
γερὴ νὰ τὴν ἁρπάξουν·
νὰ τῆς μολέψουν τὴν ψυχὴ
τὴν πίστη της ν’ ἀλλάξουν!
Ποιανοῦ βαστᾷ ποτε καρδιά,
ποιὰ μάνα τὸ ’πομένει,
νὰ διῇ ’σφαγμένα δυὸ παιδιά,
μιὰ κόρη τουρκεμμένη;
—Ὤ, δῶστε μ’ εὔσπλαχνη καρδιὰ
ἕν’ ἄσπρο καὶ σ’ ἐμένα,
νὰ μνημονέψω τὰ παιδιά,
ποῦ μ’ ἔχουν ’σκοτωμένα!
Βοήθεια ἡ κόρη μὲ ζητᾷ,
βοήθεια μὲ γυρεύει!
Μὲ τὸ θεριὸ ποῦ τὴν κρατᾷ
τοῦ κάκου πιὰ παλεύει!
“Ὤ, μάνα! Τρέξε στὴν στιγμὴ
καὶ γλύτωσ’ μ’ ἀπ’ τὸ κρῖμα!