Η ΠΑΡΑΦΡΩΝ.
(Ἐπεισόδιον τῶν ἐν Βιζύῃ καταστροφῶν.)
Φορεῖ μυρτόπλεκτο στεφάνι
στ’ ἀπόπλεγά της τὰ μαλλιά·
περνάει ἀπ’ ἔξ’ ἀπὸ τὴν στάνη
δειλά κι’ ἀργά ἡ κοπελιά,
καὶ τραγουδάει ἀφαιρεμένη
στὴν συμφορά της τὴν βαρειά,
—Φέρτε τὰ στέφανα! Φέρτε κεριά,
γιατ’ ὁ γαμβρὸς μὲ περιμένει!
Τὴν στάνη βλέπ’ ἐρημωμένη,
τ’ ἀρνιὰ ’σὲ χέρι τουρκικό·
μὰ δὲν ’θυμᾶται πιά, ἡ καϋμένη,
πῶς τὴς ’σκοτῶσαν τὸν βοσκό!
Καὶ τραγουδάει, καὶ διαβαίνει
μὲ τὴν νεκρόχλωμη θωριά,
—Φέρτε τὰ στέφανα! Φέρτε κεριά,
γιατ’ ὁ γαμβρὸς μὲ περιμένει!
|