Σὰν τὸ σκουλῆκι πολεμᾷ, σὰν τὸ σαράκ’ ἀλέθει. Κάμνει τὰ φύλλα του χλωμὰ τὸ δένδρο ποῦ ’βαρέθη, καὶ τοὺς ἀνθούς του χάνει!.. Στά στήθ’ ἡ θλίψη σιγηλὰ χαλνᾷ καὶ προοδεύει· τ’ ἀχεῖλι δείχνει πῶς γελᾶ- Κανεὶς δὲν ὑποπτεύει τὸν χαλασμὸ ποῦ κάνει!