καὶ πιασμένοι χέρι χέρι
κατεβαῖναν στὸν γιαλό.—
Κ’ ἡ καρδιά μου, σὰν τρυγόνι
ποῦ ’ματόφυρτο πετᾷ,
’ως τὰ κύματα ζυγόνει,
καὶ μή σ’ εἶδαν ἐρωτᾷ.
Ὅλ’ ἀκοῦν καὶ σιωποῦνε
καὶ στενὰζουν θλιβερά:
Νὰ προφέρουν δὲν ’μποροῦνε
πῶς σὲ εἴδαν μιὰ φορά.
Ὅμως ἕνας γέρο βράχος,
μὲ ἀλύπητη καρδιά,
—Χά! Ἐγώ, λαλεῖ, μονάχος,
’γὼ τὴν εἶδα μιὰ βραδιά.
Τὴν ἐφώτιζε τ’ ἀστέρι,
τὸ φεγγάρι σιγηλό,
ὄχι πλέον μ’ ἕνα ταῖρι,
ἀλλὰ μόνη στὸν γιαλό.
Μόνη, στὴν ἀκτὴ τὴν πρώτη,
βάρκα ’θώρει μακρυά,
κ’ ἔκλαιε γιὰ τὸν προδότη,
ποῦ τῆς ἔκραζ “Ἔχε ’γειά!”—