Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
9
Τὴν πᾶσα μέρα ἡ θύμηση, σὰ μοῖρα ἀναγελάστρα,
Τὴ σέρνει μέσα στὰ ὄνειρα τὴ σκέψη ἀγάλι ἀγάλι·
Μοσκοβολεῖ ὁ χειμώνανθος καὶ πάλι στὸ ἀνθογυάλι
Καὶ ξανανθίζει ὁ ἅλικος ὁ κρῖνος μου στὴ γλάστρα.
Κι ἡ πλάνη ἡ γλυκομίλητη, τοῦ ὀνείρου μου βυζάστρα,
Τὸ βράδυ βράδυ φέρνει με σὲ ρόδινο ἀκρογιάλι
Καὶ στὴ λευκὴ βαρκοῦλα μας σὲ ζαναβρίσκω πάλι·
Καὶ πλέει στὴν πάστρα τοῦ νεροῦ καὶ δίπλα πλένε τ’ ἄστρα.
Κι ἡ πᾶσα ὥρα γίνεται τῆς θύμησης δουλέφτρα!
Μὰ τὴ στιγμὴ τὴ σιωπηλὴ ποὺ κλεῖ τὸ μερονύχτι,
Σκορπιοῦνται καὶ γητέματα καὶ κάθε σκέψη ψέφτρα.
Κ’ ἔρμος! καθὼς λαχτάρησα στοῦ πόνου μου τὸ δίχτυ
Ξανοίγω γνώριμη λαλιά, ποὺ λέει, σὰν ἀπ’ τὰ βάθια
Κι ἀπὸ τὰ ξένα—ἀγάπα με!—ἢ τρέλλα; ἢ τηλεπάθεια!
21