Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
8
Γλυκὰ ἀγοράκια παίζανε μὲ πιὸ γλυκὰ κορίτσια,
Γέλια, ἀγκαλιές, τρελλὲς χαρὲς σὲ μέθης παραζάλη·
Δίπλα τους γάργαρο νερὸ κυλοῦσε ἀγάλι ἀγάλι
Κι ἄσπρα παπάκια λούζονταν μὲ ἀλλόκοτα καπρίτσα.
Στὸ λίθινο πεζοῦλι, πλάϊ στὴ χαμηλὴ ἐκκλησίτσα,
Μιλοῦσες γιὰ τὸ δειλινὸ ποὖχε περίσσια κάλλη,
Κ’ ἐγὼ τὰ μάτια σου ἔβλεπα νὰ κελαϊδοῦνε πάλι
Τοὺς ἵμερους χελιδονιῶν σὲ νιόχτιστη φωλίτσα.
Καὶ ζώντας ξαναπλάσαμε τ’ ὄμορφο παραμύθι,
Καὶ ξυπνητοὶ ἀγκαλιάσαμε καὶ σφίξαμε στὰ στήθη
Τ’ ὄνειρο τ’ ἀνεπάντεχο, καὶ ζήσαμε τὸ θάμα!
Κι ἂν ξανανοιώθω στῆς ζωῆς τὰ βάθια τὴν ἀσχήμια,
Κι ἂν στὴν ἐρμιά μου θ’ ἀντηχεῖ τὸ αἰώνιο πάλι κλάμα,
Κάλλη θὰ παίρνει ἡ θύμηση σὰν ἡ ὀμορφιὰ ἀπ’ τὴ γύμνια.
19