Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
6
Γλυκιὰ μιὰ μέρα τοῦ Σταυροῦ, κοντὰ τὸ μεσημέρι,
Μᾶς ἴσκιωναν παλιᾶς ἐλιᾶς μ’ ἀνἀριον ἴσκιο οἱ κλῶνοι.
Κ’ ἐνῶ τὰ πάντα σώπαιναν, μικρό ’να χελιδόνι
Ἐκάθησε στὰ σύρματα, γιὰ τὸ ἀκριβό του τέρι,
Καὶ μὲ κρυφὸ παράπονο κελάδησε—ποιὸς ξέρει;
Μισεύει γιὰ τὴν ἀραπιὰ καὶ τὸν καημό του ἁπλώνει;
Μισεύει κι ἀποχαιρετᾶ κι ὁ πόνος του κορώνει!
Καὶ βούρκωσαν τὰ μάτια σου καὶ μοὔσφιξες τὸ χέρι,
Καὶ μὲ λαχτάρα ὁλόγυρα κυττᾶς, σὰν ἀλαφίνα,
Τὰ ὅσα ἡ πλάση χάρισε στολίδια στὴν Ἀθήνα,
Καὶ τ’ ἁπαλόγραμμα βουνά, τοῦ κάμπου τὴ μαγεία,
Καὶ τὰ νερά, καὶ τὰ νησιὰ πανώριου κόλπου, κι εἶπες:
Στὴν ξενητειὰ σὰν τὴ χαρὰ κι ἡ θύμησή σου γύπες
Θὰ μοῦ ξεσκίζουν τὴν καρδιὰ—ἡ ἄγρια νοσταλγία!
15