Σελίδα:ΦΕΚ Α 2 - 22.02.1833.pdf/5

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
9

συνθήκης τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῆς 9-21 Ἰουλίου 1832 καὶ τοῦ 52 Πρωτοκόλλου τοῦ ἐν Λονδίνῳ Συμβουλίου τῆς 30 Αὐγούστου τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ἀνεδέχθημεν ὑποχρεώσεις, ὄχι μόνον νὰ μὴ προξενήσωμεν τὸ παραμικρὸν ἐμπόδιον εἰς τοὺς κατοίκους καὶ ἰδιοκτήτας τῶν ἐνσωματονωμένων μὲ τὴν ἐπικράτειάν μας ἐπαρχιῶν καὶ μερῶν, ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ μεταναστεύσουν καὶ νὰ πωλήσουν τὰς ἰδιοκτησίας των, ὡς πρὸς τὴν ἐκτέλεσιν τῶν διὰ τῆς ῥηθείσης ἀπὸ 9-21 Ἰουλίου 1832 συνθήκης περὶ μεταναστάσεως καὶ ἐκποιήσεως συμφωνιῶν καὶ ὅρων, ἀλλ’ ἐκ τοῦ ἐναντίου νὰ χορηγήσωμεν εἰς αὐτοὺς πᾶσαν ἀντίληψιν· καὶ ὅτι δὲν θέλομεν λείψει νὰ δώσωμεν καὶ εἰς τοὺς πρεσβεύοντας τὴν Ὀθωμανικὴν θρησκείαν, ὅσοι ἤθελαν προτιμήσει νὰ διαμείνουν εἰς τὸ Βασίλειάν μας, πᾶσαν ὑπεράσπισιν, τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ περιμείνωσιν ἀπὸ ἡμᾶς ὅλοι ἐπίσης οἱ ὑπήκοοί μας ὁποιασδήποτε καὶ ἂν ἦναι θρησκείας, καὶ ὅτι θέλομεν ἀπονέμει εἰς αὐτοὺς τὴν ἐντελεστάτην, ὡς πρὸς τὰς θρησκευτικάς των δοξασίας, ἐλευθερίαν.

Ἀνεθέσαμεν δὲ τὴν κατοχὴν τῶν ἀνωτέρω ἐπαρχιῶν καὶ μερῶν εἰς τὸν ἡμέτερον ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίου Παιδείας Γραμματέα τῆς ἐπικρατείας Κύριον Ῥίζον, καὶ περιμένομεν, ὥστε ὅλοι οἱ κάτοικοι καὶ ὑπήκοοι νὰ ὑπακούσωσι κατὰ χρέος εἰς τὰς ἐν ὀνόματί μας ἐκδοθησομένας παρ’ αὐτοῦ διατάξεις.

Πρὸς ἔνδειξιν ἐπεθέσαμεν εἰς τὴν παροῦσαν δηλοποίησιν τὴν ὑπογραφήν μας καὶ τὴν Βασιλικὴν σφραγῖδα μας.

Ἐξεδόθη ἐν τῇ Βασιλικῇ καθέδρᾳ μας, ἐν Ναυπλίῳ, τὴν 10-22 Φεβρουαρίου 1833.

ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ
Ἡ Ἀντιβασιλεία
Ὁ Κόμης ΑΡΜΑΝΣΠΕΡΓ Πρόεδρος, ΜΑΟΥΡΕΡ, ΕΪΔΕΚ.
Ὁ ἐπὶ τῶν Ἐξωτ. καὶ τοῦ Ἐμ. Ναυτ. Γραμ. τῆς Ἐπικρατείας Σ. ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ

OΘΩΝ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Πρὸς διαῤῥύθμισιν τοῦ νομισματικοῦ εἰς τὴν Ἑλλάδα συστήματος, κατὰ τὰς προτάσεις τοῦ ἐπὶ τῶν Οἰκονομικῶν Γραμματέως τῆς Ἐπικρατείας, διετάξαμεν καὶ διατάττομεν τὰ ἐφεξῆς.

1. Οἱ ἄχρι τοῦδε κανονισμοὶ τῶν νομισμάτων εἶναι ἄκυροι διὰ τὸ μέλλον, ἐκτός μόνον τῶν ἀφορώντων τὰς προσδιωρισμένας καὶ ἐπὶ τοῦ παρόντος εἰς πλήρη ἐνέργειαν μενούσας ποινὰς, κατὰ τὸ Δ′ κεφάλαιον τοῦ Ἀπανθίσματος τῶν ἐγκληματικῶν.

2. Ἡ ἐκτύπωσις τῶν πολυτίμων μετάλλων, καθὼς καὶ ἡ τοῦ χαλκοῦ, κατὰ τοὺς ἄχρι τοῦδε ἐπικρατήσαντας τύπους, παύει.

3. Ἀντὶ τῶν ἄχρι τοῦδε νομισμάτων θέλουν εἰσαχθῇ νέα, τῶν ὁποίων τὰ χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ ἐμπεριέχουν, ὡς πρὸς τὴν ἐσωτερικήν των ἀξίαν, τὴν τιμὴν, ἥτις εἶναι ἐπ’ αὐτῶν χαραγμένη, καὶ διὰ τὴν ὁποίαν τὸ Ταμεῖον τὰ ἐκδίδει. Ἑπομένως δὲν θέλουν ἐμβῆ εἰς λογαριασμὸν παντελῶς τὰ ἔξοδα τῆς ἐκτυπώσεως.