τους εἴτανε ἀνοιχτό, ὁλωνῶνε, κ’ ἔχασκε φοβερὰ – σὰν τρύπα μάβρη. Φέρνανε ἀηδία. Καὶ γιατί, παρακαλῶ, στεκόνταν ἔτσι; Γιατὶ ξεκαρδιζόντανε ἀπὸ τὰ γελοια. Κ’ εἶταν ἕνα γέλοιο δυνατό, ἄνοστο, χάχικο, πληχτικὸ γέλοιο, ἕνα γέλοιο σιχαμένο, ποὺ σὲ πιάνανε τὰ νέβρα καὶ σοῦ ἐρχότανε ἀπελπισιὰ νὰ τἀκούς. Ἔκοφτε σὰν ξουράφι. Μιλλιούνια καὶ μιλλιούνια ἀθρώποι γελούσανε κι ὅλο γελούσανε καὶ τελειωμὸ τὸ γέλοιο τους δὲν εἶχε. Ἀχ! ἀναθεματισμένοι Ἐβρωπαίοι, μούγγριζα μέσα μου, τί ἔχετε καὶ γελᾶτε μὲ τέτοιο τρόπο; Γιατί μοῦ παίρνετε τἀφτιὰ καὶ μοῦ κεντᾶτε τὴν καρδιὰ μὲ σουβλιές; Κόντεβα νὰ κλάψω ἀπὸ τὴ σκάση. Ὅλοι τους μὲ κοιτάζανε καὶ κοιτάζανε τὸ τραπέζι ὅπου καθόμουνε καὶ τὶς φημερίδες ποὺ διάβαζα. Εἴτανε ἡ Ἐβρώπη μαζωμένη· φαντάζεσαι λοιπὸν τί βοή, τί κρότο ποὺ τὸν ἔκανε τὸ γέλοιο τόσωνε ἀθρώπω. Ἄξαφνα σταθήκανε καὶ καθαρὰ καθαρὰ - σὰ νὰ τοὺς ἄκουγα καὶ τώρα – εἴπανε ὅλοι τους μαζὶ μὲ μιὰ φωνὴ ποὺ ἔμοιαζε νὰ σφυρίζῃ·
«Ἀπογόνοι τοῦ Περικλῆ, ἀφτὰ εἶναι τὰ ἑλληνικά σας;! Μ’ ἀφτὰ εἶναι ποὺ θὰ μᾶς πιάσετε; Μὲ τὴν ψεφτοκαθαρέβουσα ποὺ μιλεῖτε, καλὰ τὴν κουρελλιάσατε τὴ γλώσσα τοῦ Περικλή! Ἀλήθεια καταντήσατε βάρβαροι, σὰν ποὺ τὸ λέτε κάποτες οἱ ἴδιοι. Κάτω τὸ κοντύλι! Πήρατε ἄσκημο δρόμο. Δὲν ἔχει τόπο γιὰ σᾶς μέσα στὸν πανάγιο, τὸ σοβαρὸ ναὸ τῆς ἐβρωπαίϊκης ἐπιστήμης.»
Καὶ σὰν ὠκεανός φουρκισμένος, σὰ μάνητα τρικυμιᾶς, βροντοῦσε ἡ φωνή τους κι ὅσα μέσα τους είχανε, τα βγάζανε ὄξω μὲ μιᾶς·
«Κάθεστε καὶ μᾶς λέτε πὼς δὲν ξέρουμε τὴ γλώσσα σας, πὼς ἔχουμε κακὴ προφορά, πὼς θὰ μᾶς τὰ μάθετε ὅλα. Μᾶς μάθατε μόνο τὰ γέλοια. Φτάνουνε οἱ κωμῳδίες· θαῤῥεῖτε πὼς γράφετε τάχατις ἑλληνικά; Ὄχι, βέβαια. Γιὰ νὰ τὸ καταλάβετε, ἐμεῖς πρέπει νὰ σᾶς τὸ ποῦμε. Φραγκέψατε!