Σελίδα:Το Ταξίδι μου (1905).djvu/35

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
Αʹ.
Πόθος κρυφός.

Ἕνα πρωῒ στὴν ἐξοχή, ποὺ μυροβολούσανε οἱ πεδιάδες καὶ ποὺ τὰ δέντρα κελαδούσανε, πουλιὰ γεμάτα, βγῆκα καὶ γώ – κάτω στῆς δυτικῆς Γαλλίας τἀπόμακρα τὰ παράλια ὅπου βρισκόμουνε τότες – νὰ σεργιανίσω ὄξω στοὺς κάμπους καὶ νὰ λούσω στὴ δροσιὰ τῆς ἀβγῆς κορμὶ καὶ ψυχή. Ἀνέβηκα ἀπάνω σ’ ἕνα λόφο μικρό. Στὸ πλάγι μου, τὰ χόρτα εἴχανε ξαπλωμένη τὴ λαμπρή τους πρασινάδα· μισοβρεμένα ἀπὸ τὴν πρωϊνὴ δροσιά, σὰν καμαρωμένα μέσα στὸ ζωηρό τους τὸ χρῶμα, ὅλα τους φορούσανε τὴ στολή τους, διαμάντια, σμαράγδια καὶ μαργαριτάρια. Τὸ χορτάρι, χρυσολούλουδα κεντημένο, ἔμοιαζε ὕφασμα ζωντανό. Τὰ τριαντάφυλλα ἀνοίγανε τὰ κόκκινά τους φύλλα. Τἁγιόκλημα, ἡ ἀλιφασκιά, οἱ σπαρτιὲς περεχούσανε τὴν καρδιὰ μὲ τὴ μυρωδιά τους. Φυσοῦσε ἀγέρι σιγαλό· παρέκει, σὲ μιὰ κοιλάδα, κουνιόντανε τὰ στάχια ἀγάλια ἀγάλια καὶ κάνανε τὴν κυματιστή τους τὴν κουβέντα· ἔσκυφτε τὸ ἕνα στἄλλο, σὰ νὰ χαιρετιόντανε. Εἴτανε ὅλο χαρούμενα ποὺ τὰ ζέσταινε ὁ ἥλιος μὲ τὶς γλυκές του ἀχτῖδες. Ὁ οὐρανὸς ἐρωτεμένος γλυκοκοίταζε τὴ γίς, σὰν ποὺ κοιτάζει τὴν ἀγάπη του ἕνας νιός, ὅταν περάσῃ καὶ τὴ διῇ. Τόσο φῶς, τόση φλόγα σκόρπιζε ἀπὸ κεῖ ἀπάνω στὸν κόρφο της μέσα, ποὺ φαινότανε, ἀλήθεια, σὰ νὰ μὴν ἤξερε ὁ ἥλιος πῶς νὰ προφτάσῃ ἀπὸ τὰ τρελλὰ φιλιὰ ποὺ γύρεβε νὰ τῆς δώσῃ. Ἡ ἄνοιξη εἶναι ὁ μεγάλος ἔρωτας ποὺ μᾶς ἀνάφτει καὶ ποὺ κάθε χρόνο τὸν κόσμο γεννᾷ. Ὅλα τὰ ξανοίγει, ὅλη τὴ φύση, ὅλες τὶς ψυχές· πὲς μιὰ πλημμύρα ζωὴ ποὺ κατεβαίνει.