Σελίδα:Το Ταξίδι μου (1905).djvu/10

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
2
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ

ρώνει, θολὰ κάποτες καὶ σκοῦρα. Στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴν Ἑλλάδα, μὲ μιᾶς ὅλα τὰ ξανοίγεις. Κοιτάζεις κ’ ἡ ματιά σου ἁρπάζει τὸν κόσμο· ἀναπνὲς κ’ ἡ ἀναπνοή σου τὸν κόσμο ἀναπνέει.

Κ’ ἔτσι, θωρώντας τὸ θάμα τῆς παντοτινῆς μας φεγγοβολιᾶς, ἔλεγα μέσα μου καὶ γὼ πὼς δὲ γίνεται, πὼς τὸ ἴδιο φῶς θὰ λάμπῃ καὶ στὸν ἄθρωπο, ἀφοῦ λάμπει στὸν οὐρανό. Τότες ὅμως κατάλαβα κάποιο πολὺ περίεργο γνώρισμα τοὐρανοῦ μας, δηλαδὴ πὼς δὲ φωτίζει καὶ πὼς δὲ φωτίζει ἀπὸ τὸ περίσσιο τὸ φῶς! Ναί, τέτοιος εἶναι ἀλήθεια ὁ οὐρανὸς ὁ δικός μας. Ὁ ἄλλος οὐρανός, ὁ οὐρανὸς τῆς Δύσης, φωτίζει περισσότερο, γιατὶ λιγώτερο φέγγει. Φέγγει λιγώτερο κ’ ἔτσι ἔχεις ἀνάγκη νὰ προσέχῃς, κι ἅμα προσέχεις, οὔτε μισὴ ἀχτιδιὰ δὲ σοῦ ξεφέβγει. Νὰ μὴν ξεχνοῦμε κιόλας πὼς κάτι ἀχτιδοῦλες κρύφτουνται κάποτες καὶ σὲ κεῖνα τἀποσκότιδα καὶ τἀποφέγγια ποὺ δὲν εἶναι μήτε σκοτάδι μήτε φῶς. Θέλουνε μάτι γυμνασμένο οἱ ἀχτιδοῦλες, νὰ τὶς δῇς. Ὁ οὐρανός μας δὲ μᾶς γυμνάζει τὸ μάτι· δὲ βλέπουμε τίποτις, ἐπειδὴ τα βλέπουμε ὅλα. Ἔτρεμε, λέει κάπου ἕνας ποιητής, ἔτρεμε μιὰ λαμπίτσα μονάχα, γιὰ νὰ δείξῃ ἀκόμη καλήτερα τὴ νύχτα τὴ βαθειὰ ποὺ βασίλεβε σὲ κειὸ τὸ μέρος. Τέτοιες λαμπίτσες ἐμεῖς δὲν ἀνάφτουμε. Δὲ μάθαμε νὰ παρατηροῦμε τὸ σκοτάδι· τὴν καταχνιὰ δὲν τὴ συνοριζούμαστε. Ποιὸς θὰ πάῃ τώρα νὰ γυρέψῃ ἂν ἄξαφνα δὲ μισοφαίνεται καμιὰ ἀσπράδα καὶ γῦρο στὴν καταχνιά, ἢ καὶ μέσα της; Δὲ βαριέστε; Ὠμὰ τἀγαποῦμε τὰ χρώματα κι ἀνοιχτά· δὲ νοιώθουμε ἀπὸ χρωματιές. Μὲ τὸ μάτι συνήθισε κι ὁ νοῦς· δὲν ξέρουμε τίποτις, ἐπειδὴ τὰ ξέρουμε ὅλα. Χρειάζεται ἀναθροφή, χρειάζεται πολιτισμός, γιὰ νἀποχτῆσῃ ὅραση καὶ τὸ μυαλό.

Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες σταθήκανε τόντις μεγάλοι ἀθρῶποι. Κατωρθώσανε νἄχουνε μάτια, ὅσο κι ἂν τοὺς τύφλωνε ὁ ἥλιος. Μὰ μήπως κι ἀφτοὶ δὲν τὴ γνωρίζανε τὴ δύναμη τὴν ὀλέθρια