ποὺ θὰ βασιλεύη. Θὰ εἶναι πολὺ μεγάλος.... Θάναι σύννεφα γύρω χρυσὰ καὶ κόκκινα. Θὰ φαίνωνται καὶ τὰ μακριὰ βουνά· θὰ φαίνεται καὶ ἡ θάλασσα... καὶ κανένα καράβι».
Ἐνῶ τὰ συλλογιζόταν αὐτά, ἔχασε τὸ δρόμο. Ἔπαθε ὅ τι καὶ τὴν ἄλλη φορά, ποὺ πήγαινε στοὺς βλάχους.
Τὸ μονοπάτι ποὺ πῆρε εἶχε σβήσει· δὲ φαινόταν πιά. Κοπάδι ἀπὸ γίδια θὰ τὸ εἶχε κάμει.
Δοκίμασε νὰ τὸ βρῆ δεξιὰ καὶ ἀριστερά, μὰ μονάχα τόπο ἔβλεπε, ὄχι δρόμο.
Νὰ πάη ἐμπρός; Θὰ παραστρατοῦσε περισσότερο. Κοίταξε μὲ προσοχὴ νὰ βρῆ δρόμο ἀπὸ κάπου ἀλλοῦ. Κι ἀφοῦ δὲν ἔβρισκε, τράβηξε μὲ ἀπόφαση κατὰ τὸν κατήφορο γιὰ νὰ φτάση ὅπου θὰ τελείωνε αὐτός.
«Ὁ κατήφορος, συλλογίστηκε, πάντα θὰ μὲ φέρη στὴ ρίζα τοῦ βράχου».
Ἀλήθεια, κατέβηκε σὲ μιὰ λαγκαδιά. Ἀπὸ κεῖ πιὰ βρέθηκε στὴν ἀπέναντι πλαγιά, ποὺ κρατοῦσε ἀπάνω της τὸν ὀρθὸ βράχο. «Τώρα, συλλογίστηκε, δὲν ἔχει ἄλλα ἐμπόδια· θ’ ἀνεβῶ ἀπὸ δῶ».
Ἀλλιῶς ὅμως τὰ λογάριαζε ἀπὸ μακριὰ κι ἀλλιῶς ἦταν.
Βρισκόταν βέβαια στὴ ρίζα τοῦ βράχου καὶ μποροῦσε ν’ ἀνεβῆ καὶ ὡς τὴ μέση. Μὰ ἀπὸ κεῖ κι ἀπάνω; Πέτρες μεγάλες, ὀρθές, σὰν ἕτοιμες νὰ πέσουν, ἔζωναν τὸ βράχο. Ἔπρεπε ὁ Φάνης ν’ ἀνεβῆ πολλὲς ἀπ’ αὐτές. Μὰ κι ἂν μποροῦσε νὰ σκαρφαλώση τέτοια θεόρατα κοτρόνια, πότε θὰ ἔφτανε ἐκεῖ ψηλά; Καὶ πότε θὰ κατέβαινε;
Πρώτη φορὰ ἄρχισε νὰ λογαριάζη πόσο μακριὰ ἦρθε καὶ πόση ὥρα πέρασε.