Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/96

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
94

Εἶδαν τὸ μοναστήρι ποὺ ἄσπριζε μακριά, καὶ κάτι μαῦρο ποὺ περπατοῦσε στὴν πλαγιά, τὰ γίδια τοῦ Λάμπρου. Θάχουν τὸ βράδυ νὰ λένε....


Ἀκόμη δὲν τὸ ἔκοψε ὁ Φάνης ἐκεῖνο τὸ ραβδί; Εἶναι πολλὴ ὥρα τώρα ποὺ πάει νὰ κόψη μιὰ βέργα, κι ἀκόμη δὲ γύρισε.

«Γιὰ ἔβγα, Πάνο, καὶ φώναξέ τον».

—«Φάαανη! Φάαααανη!»

—«Πάρα κάτω τράβα, λέει ὁ Μαθιός, ἐκεῖ ποὺ φαίνονται τὰ δέντρα. Σὲ κάποιον ἴσκιο θὰ κάθεται».

Σηκώθηκαν δυὸ καὶ πῆγαν παρακάτω.

Ἔψαξαν στὰ δέντρα καὶ στοὺς θάμνους, φώναξαν κι οἱ δυὸ μαζί, μὰ μὴν ἀκούοντας φωνή, νόμιζαν πὼς τοὺς παίζει παιγνίδι.

«Ἔλα, Φάνη, ἔλεγαν, κάπου εἶσαι κρυμμένος».

Στὴ φωνή τους ἀπαντοῦσε κανένα πουλάκι ποὺ ἄφηνε μικρὴ λαλιὰ κι ἔφευγε. Ἔπειτα ξαναγινόταν σιωπή.

«Μήπως ἀποκοιμήθηκε πουθενά;» λέει ὁ Κωστάκης. Κατέβηκαν τότε πολὺ κάτω. Εἶδαν κάτι μεγάλα κοτρόνια καὶ δυὸ δεντράκια ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὶς σκισμάδες τους. Ἔψαξαν καὶ κεῖ πίσω· τίποτα. «Δὲν μπορεῖ νάναι ἐδῶ κοντά» συλλογίστηκαν. «Ἴσως νὰ γύρισε στὸ μύλο».

Μὰ πάλι γιατί νὰ τοὺς ἀφήση; Δὲν ξέρουν τί νὰ ποῦν.

Γυρίζουν πίσω στὸν ἔλατο γιὰ νὰ εἰδοποιήσουν πὼς δὲν τὸν εἶχαν βρῆ. Καὶ καθὼς ἀνεβαίνουν, ἔχουν στὴν ψυχή τους πολλὴ ἀνησυχία.