Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/86

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
84

»Φρύγανο καὶ κλαρὶ τοῦ πῆρες,
 καὶ τὶς δροσιές,
καὶ τὸ ρετσίνι του ποτάμι
 ἀπ’ τὶς πληγές.



»Σακάτης ἤτανε κι ὁλόρθος,
 ὡς τὴ χρονιὰ
ποὺ τὸν ἐγκρέμισες γιὰ ξύλα,
 Γιάννη φονιά!»

5

—«Τὴ χάρη σου, ἐρημοκλησάκι,
 τὴν προσκυνῶˑ
βόηθα νὰ φτάσω κάποια ὥρα
 καὶ νὰ σταθῶ...



»Ἡ μάνα μου θὰ περιμένη
 κι ἔχω βοσκή...
κι εἶχα καὶ τρύγο... Τί ὥρα νάναι
 καὶ τί ἐποχή;



»Ξεκίνησα τὸ καλοκαίρι
 —νὰ στοχαστῆς—
κι ἦρθε καὶ μ’ ἦβρεν ὁ χειμῶνας
 μεσοστρατίς.



»Πάλι Ἁλωνάρης καὶ λιοπύρι!
 πότε ἦρθε; πῶς;
Ἅγιε, σταμάτησε τὸ λόγκο
 ποὺ τρέχει ἐμπρός.