Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/70

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
68

ποὺ πρέπει νὰ ἔχουν ὅσοι πᾶνε νὰ ζήσουν στὴν ἐρημιά. Μ' αὐτὰ γύρισε στὴν καλύβα τοῦ ἀρρώστου.

Ὁ Ἀντρέας κι ὁ Δηµητράκης εἶχαν µάθει νὰ δένουν ἐπιδέσμους. Ὁ Γεροθανάσης τὸ ἤξερε πραχτικά, μόνο ἀντισηπτικὸ δὲν καταλάβαινε τί θὰ πῆ.

Οἱ τρεῖς τους, βοηθώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ἔδεσαν καλὰ τὸ κεφάλι τοῦ χτυπημένου. Ὁ Γεροθανάσης τοῦ ἔδωσε λίγο νερὸ νὰ πιῆ καὶ τὸν πλάγιασε στὸ στρῶμα.


Τώρα κατάλαβαν ποιὸς εἶναι. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ γυρίζει κάτω στὴν πόλη καὶ πουλεῖ ρίγανη, κάππαρη, βότανα κι ἐλατόπισσα. Εἴτε ἀπὸ τὴν ταραχή τους, εἴτε απὸ τὸ λίγο φῶς, τὰ παιδιὰ δὲν εἶχαν γνωρίσει ἀµέσως τὸν καημένο τὸν Κώστα τὸν Κορφολόγο!

«Τ’ εἶναι, Κώστα, ποιὸς τόκαµε;» ρώτησε ὁ Γεροθανάσης.

—«Νὰ, αὐτὰ τὰ θηρία οἱ Πουρναρῖτες. Ἦταν καὶ πάλι δυὸ ἀπ’ αὐτοὺς καὶ χτυποῦσαν µὲ τὸ τσεκούρι ἕνα θεόρατο πεῦκο».

—«Γιατί, πατριώτη;» τοῦ λέω. «Τί σοῦ φταίει τὸ πεῦκο;»

—«Τὰ βοτάνια σου νὰ κοιτάζης ἐσύ» µ’ ἀπάντησε.

—«Μὰ καλά, τοῦ λέω, καταστρέφετε ἕνα πρᾶμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ θέλει πενήντα χρόνια νὰ ξαναγίνη. Ἐσεῖς οἱ Πουρναρῖτες θὰ φᾶτε τὸ δάσος. Δὲ λογαριάζετε τουλάχιστο τὴν ἐξουσία;»

—«Ἐξουσία, ἀπάντησε, εἶναι κεῖνο ποὺ µᾶς ἀρέσει. Νὰ πᾶς ἀπὸ δῶ καὶ σὺ κι αὐτή».

»Λέγοντας αὐτὰ ὁ ἕνας μὲ φοβέριζε µὲ τὸ τσεκούρι. Ὁ ἄλλος σήκωσε ἀπὸ κάτω ἕνα ξύλο καὶ µὲ χτύπησε.

»Ὅταν ξεζαλίστηκα καὶ κοίταξα γύρω μου, εἶχαν γίνει κι οἱ δυὸ ἄφαντοι. Ἔτσι µούµελλε νὰ πάθω».