Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/59

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
57

θέλουν νὰ δοῦν τὸ βλαχόπουλο, τὸν ἀδερφὸ τῆς Ἀφρόδως. Θὰ τοῦ μιλήσουν. Τάχα θὰ τοὺς ἀπαντήση, ἢ πάλι θὰ ἔχωμε «χὰ» καὶ «τσ»;


Τράβηξαν γρήγορα καὶ τοῦ βγῆκαν μπροστά. Τὸ κοπάδι ἐκείνη τὴν ὥρα εἶχε σκορπίσει κι ἔβοσκε. Ἀπὸ θυμάρι, ἀγκάθι, χορτάρι καὶ κλαράκι κάτι μισοδάγκαναν τὰ γίδια. Ὁ Λάμπρος φώναζε «τσέπ, τσέπ! ἔι!», πετοῦσε πέτρες καὶ τὰ συμμάζευε.

«Γιὰ δές, καημένε Δῆμο» εἶπε ὁ Φάνης. Δέκα χρονῶν παιδί, νὰ κυβερνᾶ τόσο μεγάλο κοπάδι! Μποροῦσες σὺ νὰ κάμης τὸ ἴδιο; Ἐγὼ δὲν μποροῦσα».

—«Οὔτε γώ» εἶπε ὁ Δῆμος.

Σωστὰ ἔλεγαν. Εὔκολο εἶναι νὰ ὁρίζης διακόσια γίδια; Μόνο τὸ πετροβόλημα ποὺ κάνει ὁ Λάμπρος δῶθε κεῖθε, ἡ φωνή, τὸ σφύριγμα, τὸ τρέξιμο γιὰ νὰ συμμαζεύη τόσο ἄταχτα ζωντανά, θὰ κούραζε κι ἕνα μεγάλο.

Ἔπειτα ὁ Λάμπρος περπατεῖ τὴ νύχτα στὶς ἐρημιές· θὰ μποροῦσε νὰ κάμη τὸ ἴδιο κι ὁ Φάνης; Νὰ μείνη ἔτσι ὧρες μοναχὸς μὲ ἴσκιους ἀπὸ δέντρα κι ἀπὸ πέτρες μέσα στὸ σκοτάδι; Νὰ ποὺ ἕνα βλαχόπουλο ξέρει πολλὰ πράματα.

Ὁ Δῆμος κι ὁ Φάνης προχώρησαν κατὰ τὸ Λάμπρο, καθὼς στεκόταν μὲ τὴν γκλίτσα του ὀρθὴ καὶ στημένη. Τώρα τὸ μικρὸ αὐτὸ βλαχόπουλο μὲ τὰ μαῦρα μάτια τὸ ἔβλεπαν σὰν ἄντρα.

«Γειά σου, Λάμπρο!» τοῦ εἶπαν.

Ὁ Λάμπρος ἀφοῦ τοὺς κοίταξε ἀπὸ τὸ κεφάλι ὡς τὰ πόδια ἀπάντησε:

«Γειά σ’!»

Καλὰ πᾶμε. Εἶπε μιὰ λέξη.