Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/46

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
44

Πλησίασε καὶ τὶς κοίταξε ἀπὸ κοντὰ μιὰ μιά. Ἔπειτα ἔβαλε τὸ αὐτί της ν’ ἀφουγκραστῆ.

Μόνο ἡ ἀναπνοὴ τῶν κατοίκων ἀκούστηκε. Ἦταν περασμένα μεσάνυχτα καὶ κοιμόνταν βαθιά. Τέτοια ὥρα κάνει ἡ ἀλεποὺ τὶς ἐπισκέψεις της. Περπατοῦσε σιγὰ πολύ, ἀπὸ εὐγένεια μήπως ξυπνήση κανένα. Εἶδε τὸ μαγειρειὸ κάτω ἀπὸ τὸ πεῦκο, κοίταξε τὴ μεγάλη κατσαρόλα ποὺ γυάλιζε ἀπὸ τὴν πάστρα, εἶδε τὴν κουτάλα βαλμένη στὴ θέση της, εἶδε καὶ τὴν πατσαβούρα.

«Ὅλα νοικοκυρεμένα» εἶπε. «Ἂς δῶ καὶ τὸ κοτέτσι, τόχουν καλά;»

Μόλις ἔβαλε στὸ στόμα δυὸ κότες, τὶς γνώρισε. «Αὐτὲς οἱ κότες, εἶπε, εἶναι ἀπ’ τὸ Μικρὸ χωριό».


Ὡς τώρα ἡ κοινότητα δὲ φρόντιζε νὰ φυλάξη τὴν