Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/4

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
2

—«Μπορεῖ νὰ τὴν ἄναψε ὁ Ἀράπης».

—«Καὶ τί εἶναι αὐτὸς ὁ Ἀράπης;» ρώτησαν οἱ ἄλλοι δυό.

—«Εἶναι ἕνας μεγάλος ἀράπης, ποὺ ἔχει τὴ σπηλιά του ἐκεῖ ἀπάνω σ’ ἕνα βράχο. Στὴ μέση στὸ βουνὸ λένε πὼς εἶναι αὐτὸς ὁ βράχος».

—«Σώπα, καημένε Κωστάκη» λέει ὁ Μαθιός. «Τὸ πιστεύεις ἐσύ; ἐγὼ δὲν τὸ πιστεύω. Ποιὸς τὸ εἶδε;»

—«Τὸ ἔλεγε ἡ γιαγιά μου».

—«Καὶ ποῦ τὸ ξέρει αὐτή»;

—«Εἶναι πολὺ γριὰ ἡ γιαγιά μου».

Ὅσο νύχτωνε, τόσο ἔλαμπε αὐτὴ ἡ φωτιά· κι ὅσο ἔλαμπε, τόσο ὁ Κωστάκης πίστευε τὴ γιαγιά του.

Ὁ Μαθιὸς δὲν πίστευε τίποτα· γι’ αὐτὸν τὴ φωτιὰ τὴν εἶχε ἀνάψει τσοπάνης.

Ὁ Φάνης δὲ μιλοῦσε.


«Φάνη! Φάνη! τρεῖς φωτιές, τρεῖς φωτιές!»

Ἔτσι ἀκούστηκαν νὰ φωνάζουν δυὸ παιδιά, ποὺ ἔτρεχαν κατὰ τὸ μέρος ἐκεῖνο γιὰ νὰ βροῦνε τὸ Φάνη.

Ὁ Φάνης τὶς εἶχε δεῖ ἐκείνη τὴ στιγμή. Στὴ µιὰ φωτιὰ κοντὰ εἶχαν ἀνάψει κι ἄλλες δυό. Τρεῖς χρυσὲς φωτιὲς ἔλαµπαν ἀραδιασμένες στὸ βουνό, ποὺ δὲ φαίνεται πιὰ παρὰ σὰ θεόρατος γαλανὸς ἴσκιος ἀπάνω στὸν οὐρανό.

Ἡ εὐαίσθητη ψυχὴ τοῦ Φάνη ἔμεινε καὶ στὸ θέαμα τοῦτο ἐκστατική.

«Ποιὸς τὴν ἄναψε;» ρωτᾶ καὶ πάλι ὁ Μαθιός. «Τί λὲς ἐσύ, Φάνη;»

Ὁ Φάνης ἀπάντησε:

«Νὰ ἤμαστε κεῖ πάνω!»