−«Ἐσεῖς ἔχετε κάτω σπίτια, εἶπε ἡ βλαχοπούλα, ποὺ εἶναι θεμελιωμένα· κι ἔπειτα ξέρετε καὶ τὰ γράμματα, ποὺ δὲν τὰ ξέρομε μεῖς. Λάμπρο, γιατί κάθεσαι στὴν πόρτα; ἔλα μέσα νὰ δῆς τὰ καλὰ παιδιά».
−«Τσ!» ἔκαμε πάλι ὁ Λάμπρος, κι ἔσκυψε τὸ κεφάλι, σκάβοντας τὴ γῆ μὲ τὸ τσαρούχι του. Ὕστερα πῆρε τὴν ἀγκλίτσα του κι ἔφυγε.
15. Ἡ βλαχοπούλα μιλεῖ στὰ παιδιά.
Τὰ παιδιὰ κάθισαν στὸ χράμι ποὺ τοὺς ἔστρωσε ἡ Ἀφρόδω ἀπάνω στὴν κασέλα. Εἶχε ζωγραφιὲς αὐτὴ ἡ κασέλα καὶ φαίνεται πὼς ἦταν ἡ καλὴ καλή.
Ἀλλιῶς θὰ τὰ ἔβαζε τὰ παιδιὰ νὰ καθίσουν στὴν ἄλλη ποὺ βρισκόταν πάρα πέρα, μὰ ποὺ ἦταν μαύρη καὶ παλιά· τῆς κυρούλας ἴσως.
Ἡ Ἀφρόδω ἔμενε ὄρθια, κι ἐνῶ ἡ ρόκα της ἔγνεθε καὶ τὸ ἀδράχτι της γύριζε, μιλοῦσε στὰ παιδιά.
Ρώτησε τὸ Φάνη καὶ τὸ Δῆμο ἄν εἶχαν ἀδερφή, πόσων χρονῶν εἶναι καὶ ποιὸ εἶναι τ’ ὄνομά της.
Ὕστερα τὰ παιδιά τὴ ρωτοῦσαν τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο, γιὰ πρόβατα, γιὰ στάνες καὶ γιὰ βουνά. Κι ἡ Ἀφρόδω γνέθοντας τοὺς ἱστόρησε τὴ ζωὴ τῶν βλάχων στὰ βουνὰ καὶ στὰ χαμηλώματα, τὸ καλοκαίρι καὶ τὸ χειμῶνα.
Χίλια πράματα ἔμαθαν ποὺ δὲν τὰ εἶχαν ἀκούσει. Πῶς χιλιάδες πρόβατα καὶ γίδια δίνουν τὸ γάλα, τὸ τυρί, τὸ βούτυρο, τὸ μαλλὶ καὶ τὸ κρέας τους γιὰ νὰ ζήσει ὁ ἄνθρωπος.