μενο, ἄναψε, χύθηκε ἀνάμεσα στ’ ἄλλα καὶ χάθηκε......
Τί ὡραία νύχτα!
Ὁ Φάνης ἔνιωσε ψύχρα καὶ μπῆκε μέσα νὰ πλαγιάση. Μὰ καὶ σκεπασμένος ἔβλεπε τὴν ἀστροφεγγιά.
Τοῦ φαίνονταν ὅλα ἐκείνα τ’ ἄστρα δικά του. Κανένας ἀπὸ τοὺς ἄλλους δὲν τὰ εἶχε δεῖ.
Ἀποκοιμήθηκε ἀκούγοντας τὰ κουδούνια.
12. Τὰ παιδιὰ σχηματίζουν κοινότητα.
Ὁ ἥλιος εἶναι πολὺ ψηλά. Τὰ τζιτζίκια λαλοῦν δυνατά. Μὰ κανένας δὲν ἔχει ὄρεξη ν’ ἀφήση τὸ στρῶμα. Γυρίζουν ἀπὸ τὸ ἕνα πλευρὸ στὸ ἄλλο.
«Σηκωθῆτε» λέει ὁ Ἀντρέας, γυρίζοντας ἀπὸ καλύβα σὲ καλύβα· «ἔχομε δουλειά».
—«Τί δουλειά;» φώναξε ὁ Δημητράκης, τρίβοντας τὸ ἕνα του μάτι.
—«Νὰ φᾶμε ἐδῶ ποὺ ἤρθαμε».
—«Κι εἶναι αὐτὸ δουλειά;»
—«Τώρα ποὺ θὰ σηκωθῆς, θὰ τὸ δοῦμε».
Ὁ Δημητράκης ζητοῦσε τὴ λεκάνη νὰ νιφτῆ· δὲν εἶχε καταλάβει ἀκόμη ποῦ βρίσκεται. Ἀκολούθησε τοὺς ἄλλους ποὺ γελοῦσαν μ’ αὐτόν, καὶ βρῆκαν κάμποσα βήματα μακριὰ τὴ βρύση. Τὸ νερὸ τοὺς ἔτσουξε στ’ αὐτιά.
Ἕνα παιδί, ὁ Πάνος, ἔλεγε τοῦ Δημητράκη καθὼς νιβόταν: «Ἄι, ἄι, τί κρύο νερό!», καὶ τοῦ κρατοῦσε τὸ κεφάλι