Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/23

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
21

Τότε, στὴ νύχτα καὶ στὴν ἐρημιά, οἱ μικροὶ ταξιδιῶτες ἔνιωσαν πόσο χρειάζεται ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.


Κουρασμένοι καθὼς ἦταν ἔπεσαν νὰ κοιμηθοῦν ἀπάνω στὰ γερά κλαδιὰ ποὺ τὰ εἶχαν γιὰ στρῶμα.

Μὰ ἐνῶ ἔκλειναν σιγὰ σιγὰ τὰ μάτια ἀκούστηκε ἡ φωνὴ ἑνὸς πετεινοῦ. Ὁ µικρὸς κόκορας ποὺ εἶχαν φέρει µαζὶ ἀπὸ τὴν πόλη, ἀφοῦ τὸν ἔλυσαν καὶ εἶχε πιὰ ξεμουδιάσει, ἔβγαλε µιὰ φωνή: «κικιρίκου!», σὰ νὰ ἦταν πρωί. Αὐτὸ τὸ λάλημα ἦρθε τόσο ξαφνικά, ποὺ τὰ παιδιὰ ἔβαλαν τὰ γέλια.

«Ξυπνήσαμε κιόλας;» φώναζαν.

«Κικιρίκου!» φώναξε ἄλλη μιὰ ὁ κόκορας, βραχνιασμένος αὐτὴ τὴ φορά.

Ὅσο ὅμως κι ἂν ἤθελε αὐτὸς νὰ φέρη τὸ πρωί, τὰ παιδιὰ νύσταζαν καὶ σιγὰ σιγὰ κοιμήθηκαν.




11. Ἄστρα, γρῦλοι καὶ κουδούνια.

Οι φίλοι μας κοιμοῦνται βαθιὰ στὶς καλύβες. Ποῦ καὶ ποῦ ἀκούγονται παραμιλητά.

Μερικοὶ φωνάζουν: «Αὔριο θὰ ξεκινήσωμε γιὰ τὸ βουνό!», καὶ ξανακοιμοῦνται.

Ἕνας λέει: «Δὲν εἶναι ὥρα σοῦ λέω γιὰ τὸ σχολεῖο. Δὲ χτύπησε ἀκόμη ἡ καμπάνα!»

Ἕνας ἄλλος: «Μητέρα δὲν τὴ θέλω τόσο μικρὴ φέτα!»

Ἕνας τρίτος: «Κοίταξε μὴν ἔρθη ἡ μάνα μου, ἔχω πάρει ἀπὸ τὸ ντουλάπι ὅλο τὸ βάζο μὲ τὸ γλυκό».

Ἦταν ὁ Φουντούλης. Ὅταν ξύπνησε κι εἶδε πὼς δὲν