Οἱ μικροὶ ταξιδιῶτες ποὺ κατεβαίνουν ἀπὸ τὸ Χλωρό, δὲν εἶναι οἱ ἴδιοι ποὺ εἶχαν ἀνεβῆ ἐδῶ κι ἑνάμισυ μῆνα.
Αὐτοὶ ἐδῶ ἔχουν ὡραῖο χρῶμα στὸ πρόσωπο κι εἶναι πολὺ πιὸ δυνατοὶ ἀπὸ κείνους.
Εἶδαν τὴ μεγάλη πλάση, ποὺ ἐκεῖνοι δὲν τὴν ἤξεραν, καὶ μέσα σ’ αὐτὴ ἔζησαν μονάχοι τους μέρες καὶ νύχτες.
Εἶδαν τὸ βουνό, βράχηκαν στὰ ποτάμια ποὺ βροντοῦν, πάτησαν τοὺς στοιχειωμένους βράχους, κι ἔμαθαν νὰ κινδυνεύουν ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον.
Ὁ Φάνης ποὺ εἶχε ἔρθει τότε, ἦταν λυπημένος καὶ λιγόψυχος. Ὁ Φάνης ποὺ γύριζε τώρα, ἔχει γερὴ καὶ ἄφοβη ψυχή.
Ὁ Ἀντρέας στὸ σχολεῖο ἦταν ἕνα παιδί. Στὸ βουνὸ νίκησε τὶς δυσκολίες καὶ κυβέρνησε τοὺς ἄλλους.
79. Ἔπειτα ἀπὸ χρόνια.
Ὅσοι ἀπὸ τοὺς παλιοὺς θυμοῦνται αὐτὴ τὴν ἱστορία, μᾶς εἶπαν πὼς ἐκεῖ στὴ χώρα φάνηκε ἔπειτα ἀπὸ χρόνια ἕνας δάσκαλος, ποὺ ἄφησε ὄνομα.
Ἔπαιρνε τὰ παιδιὰ καὶ τὰ δίδασκε κάτω ἀπὸ τὰ δέντρα.
Ὅταν δὲν ἦταν βαρυχειμωνιά, εἶχαν γιὰ σχολεῖο πότε ἕνα πεῦκο, πότε ἕναν πλάτανο.
Ἔπαιρναν τὸ βιβλίο τους καὶ διάβαζαν μαζί του ἀπάνω στοὺς λόφους, στὸν ἥλιο καὶ στὸν ἀέρα.
Ἀπὸ κεῖ τοὺς ἔδειχνε τοὺς γύρω τόπους, τὴ γῆ, τὸν οὐρανό, τὰ πλάσματα ὅλα. Τοὺς πήγαινε κοντὰ στὶς ἀγελάδες, στὰ πρόβατα, στὰ γίδια, στὶς κότες γιὰ νὰ μάθουν πῶς ζοῦνε.