Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/158

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
156

μὲ τὴν κάτασπρη φουστανέλα, οἱ γυναῖκες μὲ τὰ φλουριὰ στὸ στῆθος.

Ὅλα τὰ παιδιὰ εἶναι καλεσμένα στὸ γάμο. Ξεκίνησαν μαζὶ μὲ τὸν κὺρ Στέφανο καὶ πᾶνε στὶς βλάχικες καλύβες.


Μέσα σὲ μιὰ καλύβα οἱ γυναῖκες καὶ τὰ κορίτσια στολίζουν τὴ νύφη. Ὅλη τὴν ὥρα ποὺ τὴ στόλιζαν, τὰ βιολιὰ ἔπαιζαν λυπητερὸ σκοπό.

Ἅμα τελείωσε τὸ στόλισμα, ζήτησαν ἕνα παιδὶ νὰ φορέση τῆς νύφης τ’ ἄσπρο παπούτσι, ποὺ τῆς τὸ ἔφερε ὁ γαμπρός. Πρέπει νὰ ἔχη καὶ μάνα καὶ πατέρα τὸ παιδὶ ποὺ θὰ κάμη αὐτό.

Πῆραν τὸ Φουντούλη. Αὐτὸς ἔχει καὶ μάνα καὶ πατέρα καὶ γιαγιὰ καὶ παππού· κι ἔχουν ὅλοι γερὰ δόντια. Ἔσκυψε καὶ φόρεσε στὴ νύφη τὰ παπούτσια της, κι ἡ νύφη τὸν ἐφίλησε στὰ κόκκινα μάγουλά του.


Τὸ ἀπόγευμα ἔγιναν τὰ στεφανώματα. Ὁ παπὰς διάβασε πολλὲς εὐχὲς ἀπὸ ἕνα βιβλίο, ποὺ ἦταν γεμάτο κεριά. Ἔψελνε ὁ παπὰς κι ὁ ψάλτης, καὶ βοηθοῦσε κι ὁ Γεροθανάσης λίγο.

Τὰ ἔχει ἀκούσει πολλὲς φορὲς ὁ Γεροθανάσης. Τόσες κόρες κι ἐγγονὲς πάντρεψε, ποὺ κοντεύει νὰ τὰ μάθη ἀπέξω.

Ἀπάνω στὸ στεφάνωμα ὁ νουνὸς ἔρριξε στὶς πλάτες τῆς νύφης καὶ τοῦ γαμπροῦ ἕνα τριανταφυλλὶ μεταξωτὸ ὕφασμα.


Τὸ βράδυ ἔστρωσαν τὸ τραπέζι ἀπέξω ἀπὸ τὶς καλύβες. Ἡ νύφη κάθισε στὸ ἕνα μέρος μὲ τὶς συμπεθέρες μαζί, καὶ στὸ ἄλλο οἱ ἄντρες.