Σελίδα:Τα ψηλά βουνά, 1918.djvu/108

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
106

Τὸ πόδι εἶναι γυρισμένο ἀπὸ δῶ. Θὰ πῆ πὼς ἀπὸ δῶ πήγαινε. Μὰ ποῦ πήγαινε τάχα; Μήπως σ’ αὐτὸν τὸ βράχο;»

Κι ἔδειξε τὸν Ἀραπόβραχο.

Τὸν κοίταξαν, χωρὶς νὰ ξέρουν πὼς εἶναι ὁ Ἀραπόβραχος. Καὶ πήγαιναν πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο γυρεύοντας ἄλλα πατήματα.



51. Τὰ δῶρα τῆς ἡμέρας.

Ὁ Φάνης ξύπνησε μέσα στὴ νύχτα. Ἄ, πόσο τρόμαξε αὐτὴ τὴ φορά!

Τὰ δέντρα στὸ σκοτάδι θαρροῦσε πὼς ξεκίνησαν νὰ ἔρθουν ἀπάνω του. Τὰ ἔβλεπε ν’ ἀλλάζουν σχῆμα, νὰ γίνωνται ἄνθρωποι μαῦροι ποὺ ἑτοιμάζονται νὰ τὸν πάρουν.

Ἡ ψύχρα τὸν ἔκαμε νὰ μαζευτῆ στὸ θάμνο. Βύθιζε τὸ πρόσωπο στὰ φύλλα του, μὰ πάλι τὸ ἔβγαζε ἔξαφνα, καὶ κοίταξε μήπως ἔρχονται οἱ μαῦροι ἄνθρωποι.


Νὰ εἶχε ἕνα ροῦχο! Μιὰ στιγμὴ ἔνιωσε τὴ μητέρα του νὰ τοῦ ρίχνη σιγὰ σιγά, ἀπὸ τὰ πόδια ὡς τὸ λαιμό, ἕνα μαλακό, ζεστὸ σκέπασμα. Ἅπλωσε νὰ τὸ πιάση καὶ δὲν τὸ βρῆκε.

Κρυώνει καὶ θέλει νὰ κουνηθῆ. Μὰ μόλις σηκώθηκε, μαζεύτηκε πάλι. Ἄλλους ἴσκιους εἶδε ἀπὸ κεῖ νὰ ἔρχωνται.

Ὅλα τ’ ἄστρα εἶναι καὶ τώρα στὸν οὐρανό, καθὼς τὴν ἄλλη φορά. Ἀπόψε ὅμως δὲν τὰ βλέπει ὁ Φάνης.

Σ’ αὐτὴ τὴ θέση ποὺ βρίσκεται, θυμᾶται χίλια δυὸ πράματα. Ἔρχονται στὸ νοῦ του ὅλα μαζί: τα παιχνίδια ποὺ ἔπαιξε, τὸ περσινό του μάθημα, ἕνα φροῦτο ποὺ ἔκοψε κι ἔφα-