οὐδ’ ἔλειπαν τὰ βάγια, τὰ φυλακτά, οἱ σταυροὶ καὶ ἡ κογχύλη τοῦ Παναγίου Τάφου. Ἀλλὰ τὸ πρὸ πάντων διακρῖνον τὴν κοίτην ἐκείνην ἀπὸ πᾶσαν ἄλλην εἶνε ὅτι οὐδεὶς οὐδέποτε οὔτε νύκτα οὔτε ἡμέραν ἐπ’ αὐτῆς ἀνεπαύθη. Ἡ Λάμια ἐκοιμᾶτο εἰς παρακείμενον σοφᾶν, ἡ δὲ ὡραῖα ἐκείνη κλίνη τῆς ἐχρησίμευε διὰ νὰ γυμνάζεται εἰς κεντήματα, νὰ τὴν καλλωπίζῃ, νὰ τὴν καμαρώνῃ καὶ νὰ τὴν ἐπιδεικνύῃ εἰς τοὺς ἐπισκέπτας της, μέχρις οὗ εὑρεθῇ ὁ προσφερόμενος νὰ συναναβῶσιν ὁμοῦ ἐπ’ αὐτῆς, μὲ τὴν ἄδειαν τοῦ Δεσπότη καὶ τὴν εὐλογίαν τοῦ Παπᾶ. Ὡς καταλληλότατος πρὸς τοῦτο ἐθεωρεῖτο ἀπὸ τινὸς χρόνου ὑπ’ αὐτῆς ὁ παντοπώλης τοῦ Λυκείου, χῆρος μισοκαιρίτης, τὸν ὁποῖον ἐδέχετο τὴν Κυριακὴν μετὰ τὴν λειτουργίαν εἰς τὸν νυμφῶνα τῆς πρὸς τακτοποίησιν τοῦ λογαριασμοῦ τῆς ἑβδομάδος, ἀφίνουσα διὰ τὸ ἀσκανδάλιστον ὀρθάνοικτον καὶ τὸν χειμῶνα τὴν θύραν.
Τῷ καιρῷ ἐκείνω εὑρίσκετο εἰς τὴν ἀκμήν του ὁ μετασχηματισμὸς τῶν Συριανῶν εἰς Εὐρωπαίους, τὸν ὁποῖον ὠνόμαζαν, μὲ συμπάθειο, ξεβράκωμα. Αἱ φέσσαι καὶ αἱ βράκαι ἐξηφανίζοντο ἀλλεπάλληλοι, ὡς τὰ πρωϊνὰ ἄστρα, ὑπὸ τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἑσπερίου πολιτισμοῦ. Παρασυρθεὶς ὑπὸ τοῦ ῥεύματος ἐπαρουσιάσθη Κυριακὴν τινὰ καὶ ὁ Βακάλης εἰς τὴν πρωϊνήν του ἐπίσκεψιν μετημφιεσμένος εἰς Εὐρωπαῖον ἀπὸ κορυφῆς μέχρι ποδῶν. Ὅπως πᾶς ἄλλος νεόφραγκος, ἑπόμενον ἦτο νὰ φαίνεται καὶ οὗτος γελοιωδέστατος κατὰ τὰς πρώτας τοῦ ξεβρακώματος ἡμέρας· οἱ καγχασμοὶ τῶν μαθητῶν ἠκούσθησαν ἕως τὸ Νησάκι. Πολὺ ὅμως διάφορος ἦτο ἡ ἐντύπωσις τὴν ὁποίαν ἐπροξένησεν ἡ μετένδυσις εἰς τὴν Λάμιαν, ἥτις ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης οὐδὲν ἄλλο ὠνειρεύετο παρὰ ν’ ἀπαρνηθῆ κι ἐκείνη τὸ πάτριον τσεμπέρι καὶ κοντογούνι. Οὐδ’ ἐβράδυνε νὰ μεταβῆ ἀπὸ τοὺς λόγους εἰς τὰ ἔργα ἢ μᾶλλον εἰς τὰ ἐμπορικὰ πρὸς προμήθειαν τοῦ πρώτου ὑλικοῦ τῆς μεταμορφώσεως. Τὸ μαλλινομέταξον τοῦ φορέματος, ἡ τότε ἀπαραίτητος πελερίνα, ἡ πόλκα, τὸ μαλακὼφ ἢ πυγόκοσμος, ὡς τὸν εἶχεν ἐξελληνίσῃ ὁ καθηγητὴς τοῦ Συριανοῦ γυμνασίου κύριος Φαρδούλης, τὰ θηλυκωτὰ ὑποδήματα καὶ τ’ ἄλλα εὑρέθησαν μετὰ σχετικῆς εὐκολίας. Τὸ μόνον ἀπαιτοῦν μεγάλην συλλογὴν ἦτο τὸ καπέλον. Τὸ τότε κάλυμμα τῆς κεφαλῆς τῶν κυριῶν δὲν ἦτο, ὅπως σήμερον, ἓν τίποτε κοστίζον ἑκατὸν φράγκα, ἀλλ’ ὑψηλόν, πλατύγυρον καὶ πολύπλοκον οἰκοδόμη-