Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/23

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ19

γω, νομίζω ὅτι θὰ ἐπροτιμοῦσᾳ νὰ τρέφωμαι μὲ πίτυρα καθὼς ἐκεῖνα.

Τοὺς κλίνοντας νὰ μὲ θεωρήσωσιν ἐκ τῶν ἀνωτέρω ὡς βλᾶκα, παρακαλῶ νὰ σκεφθῶσι πόσον δύσκολος εἶνε ἡ θέσις τοῦ μὴ δυναμένου οὔτε ὡς ἐραστὴς νὰ παρακαλέσῃ, χωρὶς νὰ γίνῃ γελοῖος, οὔτε ὡς σύζυγος ν’ ἀπαιτήσῃ, χωρὶς νὰ γίνῃ μισητός. Ἀμφότερα ταῦτα τόσον πολὺ ἐφοβούμην, ὥστε ἂν συνέβαινε πότε νὰ μ’ ἐρωτήσῃ ἡ Χριστίνα διατὶ δὲν τρώγω ἢ διατὶ δὲν ἔχω διάθεσιν, ἀπεκρινόμην συκοφαντῶν πότε τὸ στομάχι, πότε τὴν κεφαλήν μου, πότε τὰ δόντια καὶ ἄλλοτε τὰ νεῦρα, τὸν δὲ πραγματικόν μου πόνον ἐπροσπάθουν ὡς ἔγκλημα νὰ κρύψω. Κάλλιστα τῷ ὄντι ἐγνώριζα ὅτι ὅλα δύναται γυνὴ νὰ συγχωρήσῃ, καὶ ἀπιστίας, καὶ ὕβρεις, καὶ ξύλον καὶ πᾶν ἄλλο, πλὴν ἑνὸς μόνου, τὸ νὰ τὴν ἀγαπᾷ τις περισσότερον παρ’ ὅσον τῆς ἀξίζει. Εἰς τὸν διαπράξαντα τὴν ἀνοησίαν νὰ ὁμολογήσῃ εἰς γυναῖκα πόσον ἐξ αἰτίας της ὑποφέρει δὲν ἀπομένει ἄλλο νὰ πράξῃ, παρὰ νὰ χωρισθῇ αὐτῆς αὐθημερὸν ἢ νὰ ὑπάγῃ νὰ πέσῃ εἰς τὴν θάλασσαν μὲ πέτραν εἰς τὸν λαιμόν.

Δύο ἡμέρας μετὰ τὴν ὀδυνηρὰν ἐκείνην ἀγρυπνίαν, ἐπιστρέψας ἐκ τοῦ γραφείου μου κατὰ τί ἐνωρίτερα τοῦ συνήθους, εἶδα τὴν Χριστίναν ἀλλάσσουσαν ὄψιν καὶ σπεύδουσαν νὰ κρύψῃ χαρτίον τι, τὸ ὁποῖον ἐκράτει, ὄπισθεν τοῦ καθρέπτου. Ὁ νοῦς μου ὑπῆγεν ἀμέσως εἰς τὸν Βιτούρην, καὶ τὴν ὑποψίαν μου ὅτι ἡ ἐπιστολὴ ἦτο ἰδική του μετέβαλεν εἰς βεβαιότητα ἡ αὐξάνουσα τῆς γυναικός μου σύγχυσις καὶ στενοχωρία. Οὐδ’ ἦτο πλέον δυνατὴ εἰς τὴν περίπτωσιν ταύτην ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ συστήματός μου νὰ ἀνέχωμαι τὰ πάντα ἐν σιωπῇ ἐκ φόβου χειροτέρων, ἀφοῦ πιθανώτατον ἦτο ὅτι περιείχετο εἰς τὸν φάκελλον ἐκεῖνον ἡ ἀπόδειξις, ὅτι δὲν ἔμεναν ἄλλα χειρότερα νὰ φοβηθῶ.

Τὴν ἐπικειμένην ἔκρηξιν ἐπρόλαβεν ἀπότομον ἄνοιγμα τῆς θύρας, διάχυσις εὐωδίας μόσχου καὶ ὁρμητικὴ εἰσπήδησις εἰς τὴν αἴθουσαν τῆς ζωηρᾶς ἡμῶν δημαρχίνας, ἐρχομένης νὰ δείξῃ εἰς τὴν γυναῖκα μου τὸ νέον αὐτῆς ἐπανωφόριον μὲ σειρήτια ἀπὸ πτερὰ λοφοφόρου. Ἡ Χριστίνα ἠναγκάσθη θέλουσα καὶ μὴ θέλουσα νὰ τὴν δεξιωθῇ, ἐνῷ ἐγώ, ὑποκρινόμενος ὅτι θέλω ν’ ἀφήσω τὰς κυρίας νὰ εἴπωσι τὰ ἰδιαίτερά των, ἀπεσυρόμην εἰς τὸ γειτονικὸν δωμάτιον, ἀφοῦ ἔλαβα ἀναφανδὸν τὸν φάκελλον ἀπὸ τὸν καθρέ-