Τὴν ταχείαν πρόοδον τῆς Ἑλλάδος, ἐννοοῦμεν τὴν ὑλικήν, ἀδύνατον εἶνε ν’ ἀρνηθῶσιν ὅσοι τουλάχιστον ἔτυχε πρὸ τριῶν ἢ τεσσάρων Ολυμπιάδων να ταξιδεύσωσιν εἰς Μεσολόγγι. Οὔτε ν’ ἀποβῇ τις εἰς τὴν ἡρωικὴν πόλιν ἦτό τι εὔκολον, οὔτε τοῦ ἀποχαιρετισμού ή ἡμέρα ἡδύνατο νὰ ὁρισθῇ ἀσφαλῶς κατὰ τὸ δρομολόγιον τῆς τότε μοναδικῆς ἀτμοπλοϊκῆς ἑταιρίας. Μεταξύ τῷ ὄντι τῶν πλοίων αὐτῆς καὶ τῆς ξηρᾶς ἐμεσολάβει δίωρος θαλάσσιος δρόμος, ἐπὶ λέμβου, προχωρούσης δι’ ὠθήσεως καλάμου, καθ’ ὃν περίπου τρόπον τὰ μονόξυλα τῶν ἀγρίων εἰς τὰ ἀβαθῆ ρεύματα τοῦ νέου κόσμου. Καὶ ὁ μὲν ἔξωθεν ἐρχόμενος ἦτε τοὐλάχιστον βέβαιος ότι κατὰ τὸ τέρμα τῆς λεμβοδρομίας θὰ εὕρισκε ξηρὰν νὰ πατήσῃ, πολύ όμως μικροτέρα ἦτο ἡ τοῦ ἀναχωροῦντος βεβαιότης ἂν ἐξερχόμενος τοῦ ἀκατίου ἤθελεν ἐπιθῇ ἐπὶ ἀτμοπλοίου ἢ ἀποβιβασθῇ εἰς ἐρημόνησόν τινα, επώνυμον τοῦ ῾Αγίου Σώστου, ἀναμένων ἐπὶ ἄδηλον διάστημα χρόνου τὴν ἐμφάνισιν εἰς τὸν ὁρίζοντα τοῦ Ὄθωνος τῆς Ὕδρας ἢ τῆς Βασιλίσσης. Τοιοῦτό τι, δυστυχῶς, ἐπεφύλαττεν εἰς ἐμὲ καὶ τοὺς συμπλωτῆρας μου ή κακὴ Μοῖρα. Αναχωρήσαντες ἐκ Μεσολογγίου την τετάρτην μετὰ τὸ μεσονύκτιον φθινοπωρινῆς νυκτός ὁροχερᾶς καὶ παγετώδους, ἐπεσκοπήσαμεν μετὰ τρίωρον πλοῦν ἔρημον τὸ πέλαγος περὶ τὸν Ἅγιον Σώστην, οὐδ’ εἶχεν ὁ μονάκριβος τοῦ νησιδίου κάτοικος, ἀτμοπλοϊκός πράκτωρ συγχρόνως καὶ καφφεπώλης, εἴδησιν τῆς Βασιλίσσης καμμίαν. Οπως δὲ τὸ ἀτμόπλοιον, οὕτω καὶ ὁ ἥλιος εξηκολούθει νὰ μένῃ ἀφανής, αναπαυόμενος ὑπὸ παχὺ ἐφάπλωμα μαύρων συννέφων, καίτοι ἀπὸ πολλοῦ εἶχε σημάνη ἡ ταχθεῖσα ὑπὸ τῶν ἀστρονόμων ὥρα τῆς ἐκτελέσεως τῶν φωτιστικῶν αὐτοῦ καθηκόντων. Πρώτην τότε φορὰν ἀφοῦ ἐπάτησα εἰς τὴν Ἑλλάδα συνέβαινε να ποθήσω τὰς ἀκτῖνος ἐκεῖνας τῶν ὁποίων τοσάκις εἶχον καταρασθῇ τὴν ἀνηλεή μονοτονίαν. Ἡμέραν ὡς ἐκείνην μαύρην καὶ σκοτεινὴν μίαν μόνον ηδυνάμην ν’ ἀνεύρω ἐν τῇ μνήμῃ μου, ἣν διῆλθον ἐν Αμβέρσῃ τῶν Κάτω Χωρών, περιάγων κηρίον ὑπὸ τὰς κοσμούσας τοὺς τοίχους τοῦ κοιτῶνος μου εἰκόνας του Τενιέρου καὶ Βἂν Οστάλ. Αλλ’ εἰς τὸν ῾Αγιον Σώστην οὔτε εἰκόνες ὑπῆρχον οὔτε, πιθανῶς, κηρία. Αἱ ώραι διεδέχοντο ἀλλήλας ἀνιαραὶ
Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/169
Εμφάνιση
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ165
ΑΓΙΟΣ ΣΩΣΤΗΣ