Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/160

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
156ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΟΥ

θρὰν καὶ ἄπτερον αὐτῶν φαντασίαν. Τοιοῦτον εἶναι ὁ προφορικὸς λόγος. Ὑπάρχουσι φιλόσοφοι κηρύττοντες τὴν γλῶσσαν θείαν ἀποκάλυψιν καὶ μὴ ἀναλογιζόμενοι, οἱ ἄθλιοι, ὅτι ὑβρίζουσι τὸν Θεὸν ἀποδίδοντες αὐτῷ τρόπον ἐκφράσεως ὄχι μόνον συνθηματικὸν ἀλλὰ καὶ καθ’ ἑαυτὸν ἄχαριν, βάναυσον καὶ τραχύν. Τί ἄλλο τῶ ὄντι εἶνε πάσα γλῶσσα παρὰ μόνον ἐλεεινὸν κρᾶμα συριγμοῦ, βραγχνότητος καὶ ρινοφωνίας δασέων, τὰ ὁποῖα ἀναγκάζουσι τὸν ἐκφέροντα νὰ χασμηθῇ, ψιλῶν τὰ ὁποῖα δὲν δύναται νὰ προφέρῃ χωρὶς νὰ πτύσῃ, ἀφορήτων χασμωδιῶν, ἀμφιβόλων διφθόγγων, χαλαρῶν συνδέσμων, ἀργῶν ἐπιθέτων καὶ ἀλλοκότων ἰδιωτισμῶν; Ἡ τοιαύτη χάριν τῶν πολλῶν προσθήκη τοῦ λόγου εἰς τὴν μίμησιν ἐγέννησε τὸ δρᾶμα, τὸ ἀναβιβάζον ἐπὶ τῆς σκηνῆς πρόσωπα διαλεγόμενα περὶ τῶν ἰδίων αὑτῶν ὑποθέσεων καὶ συμφερόντων, ἐνώπιον ἀκροατῶν ἠλιθίων, οἵτινες, ἂν δὲν ἦσαν τοιοῦτοι, ἠδύναντο, προσέχοντες εἰς τὰ περὶ αὑτοὺς συμβαίνοντα νὰ ἐντρυφήσωσιν εἰς δράματα ἀσυγκρίτως κάλλιον ἢ ἐπὶ τοῦ θεάτρου παριστανόμενα ὑπ’ αὐτῶν τῶν ἀληθῶς δρώντων καὶ πασχόντων προσώπων. Οὐδὲ περιωρίσθῃ εἰς τοῦτο τὸ κακόν· ἀλλ’ εὑρέθησαν καὶ οἱ ἐπιχειρήσαντες νὰ μελοποιήσωσι τὸν διάλογον, ἤτοι νὰ καθυποτάξωσι τὴν μουσικὴν εἰς πάσας τοῦ δράματος τὰς περιπετείας. Τὸ τοιοῦτον ὅμως πείραμα, τὸ ὀνομασθὲν μελόδραμα, ἀδύνατον ἦτο νὰ μὴ ἀποτύχῃ ἐλεεινῶς, διὰ τὸν λόγον ὅτι, ἂν μὲν ἀποβλέπῃ πρὸ πάντων ἡ μουσική εἰς τὴν τέρψιν τῆς ἀκοῆς, ἂν εἶνε δηλαδὴ ἐλαφρὰ καὶ ζωηρά, ὣς ἡ Ἰταλική, ἀποδεικνύεται ἀσυμβίβαστος πρὸς πάσαν ἔντασιν τοῦ τραγικοῦ πάθους, ἂν δὲ πάλιν ἐπιδιώξῃ τὴν ἐμβρίθειαν καὶ τὴν ἀκριβεστέραν συμφωνίαν πρὸς τὴν ἐκ τοῦ δράματος διάθεσιν τῆς ψυχῆς, ὣς ἡ τῶν νεωτέρων Γερμανῶν, τότε ἡ ἀκρόασις αὐτῆς ἀποβαίνει πολὺ μᾶλλον κόπος παρὰ ἡδονή. Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἴσως περιττὸν νὰ καταστήσω διά τινος παραδείγματος ἕτι σαφέστερα ὅσα λέγω. Πάντες γνωρίζετε τὸν μιμητικὸν χορὸν τὸν λεγόμενον τῆς Μελίσσης. Νέα κόρη θέλει νὰ κόψῃ ρόδον καὶ ἐκ τῆς κάλυκος τοῦ ἄνθους ἐκπηδᾷ μέλισσα διώκουσα, φοβίζουσα ἢ καὶ πληγώνουσα διὰ τοῦ κέντρου τὴν κορασίδα. Πρὸς στιγμὴν ἐνόμισεν αὕτη ὅτι ἀπηλλάγη τοῦ θηρίου, καὶ ἀναλάμπει ἐπὶ τοῦ προσώπου της ἡ χαρά· τὴν πρόσκαιρον ὅμως ταύτην γαλήνην διαδέχεται καὶ πάλιν ὁ σάλος καὶ ὁ τρόμος, διότι