λουτρόν, τὸ ἀπόγευμα μακρινὸν περίπατον ἢ ἐκδρομὴν μὲ τὴν βάρκαν. Ἐπέστρεφα κατάκοπος, ἔτρωγα ὡς λύκος καὶ ἀφοῦ ἔλεγα εἰς τὴν Χριστίναν ὅ,τι εἶχα νὰ τῆς εἰπῶ, ἐκοιμώμην μονοκόμματα ἕως τὸ πρωί. Ὀνείρατα δὲν ἔβλεπα πλέον, πλὴν ἑνὸς μόνου, τὸ ὁποῖον ἠδυνάμην καὶ ἐκεῖνο νὰ θεωρήσω ὡς σύμπτωμα τελείας ἀναρρώσεως. Ἡ ἑσπέρα ἦτο θερμὴ καὶ εἴχαμεν ἐξέλθῃ ν’ ἀναπνεύσωμεν εἰς τὸν ἐξώστην μετὰ τὸ δεῖπνον. Δὲν ἐνθυμοῦμαι ἄλλην φωτεινοτέραν λάμψιν πανσελήνου, οὔτε τοιοῦτον τῆς θαλάσσης σπινθηρισμόν, οὔτε εὐωδεστέρας τοῦ δάσους καὶ τῶν κήπων ἀναθυμιάσεις. Χαριεστάτη ἦτο καὶ ἡ Χριστίνα μὲ τὸ ἄσπρον της φόρεμα χωρὶς μέσην ἤ, ὡς τὸ ἔλεγε, peignoir, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐχύνετο ἕως τὸ γόνατον ἡ λυτὴ κόμη της ὡς πλημμύρα μαύρου ποταμοῦ.
Ἐκύτταξε τὴν θάλασσαν ψιθυρίζουσα τὴν τότε τοῦ συρμοῦ καβατίναν Ἐρνάνη, Ἐρνάνη, κλέψε με, ὅταν αἴφνης ἐσιώπησε μετριοφρόνως τείνουσα τὰ ὦτα εἰς τὸ ἆσμα ἀηδόνος ἀντηχῆσαν ἀπὸ τὸν γειτονικὸν κῆπον. Πάντα ταῦτα ἦσαν βεβαίως ποιητικώτατα, ἀλλ’ εἰς τὸ δεῖπνον εἶχα φάγῃ πολλὴν παλαμίδα, τὴν ὁποίαν ἐπότισα, ὡς βαρυοστόμαχον, μὲ δυὸ ἢ τρία ποτήρια γλυκοῦ οἴνου τῆς Κέας. Μὲ κατέλαβε λοιπὸν ὁ ὕπνος καὶ ὠνειρεύθην… οὔτε ἄσματα ἀηδόνος, οὔτε μαύρας πλεξίδας, οὔτε σελήνης μαρμαρυγάς, ἀλλ’ ὅτι εὑρισκόμην εἰς τὴν Σύραν, εἰς τὴν Λέσχην, καὶ ἐκέρδιζα τοῦ πρωτομάστορη τοῦ πικέτου Ἀλοϊσίου Κατζαΐτη τρία καπότα κατὰ σειράν. Ἄδικον θὰ ἦτο μετὰ τοιοῦτον ὄνειρον ν’ ἀμφιβάλλω ὅτι ἤμην ἐντελῶς ἰατρευμένος. Τὴν ἑπομένην ἑβδομάδα ἐπεστρέψαμεν εἰς τὴν Σύραν, μετὰ τετράμηνον διαμονὴν εἰς τὴν Ζιάν, ἀφοῦ ἀνέκτησα τὴν πρὶν ἡσυχίαν μου, ὅλην μου τὴν πεζότητα καὶ δυὸ ὀκάδες περισσότερον βάρος, ὡς ἐπείσθην ζυγισθεὶς κατὰ τὴν ἀπόβασιν εἰς τὸν στατῆρα τοῦ τελωνείου.
Πολὺ βεβαίως θὰ ἐγελοῦσα τότε, ἂν εὑρίσκετo κανεὶς νὰ μοῦ προείπῃ, ὅτι μετ’ ὀλίγας ἡμέρας θὰ ἤμην πάλιν πολὺ περισσότερον παρὰ πρὸ τοῦ γάμου μου ἐρωτευμένος καὶ δυστυχής. Ἡ πρώτη ἀφορμὴ τοῦ ξανακυλίσματος ὑπῆρξε χορός, τὸν ὁποῖον ἔδωκεν ὁ κύριος Δήμαρχος εἰς τιμὴν τοῦ παρεπιδημοῦντος καὶ ὑπ’ αὐτοῦ φιλοξενουμένου ὑπουργοῦ τῶν Ναυτικῶν. Ὁ χορὸς ἐκεῖνος ἐπέσκηπτε πρόωρος καὶ ἀπροσδόκητος καὶ ὀλίγος ἀπέμενε καιρὸς εἰς τὰς Συριανὰς διὰ νὰ ἑτοιμασθῶσιν. Ὅλαι ἦσαν ἄνω κάτω. Ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας ἔτρεχεν