Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/117

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ113

Τὰ ἀνωτέρω, τὰ ἁπανταχοῦ ἰσχύοντα, φαίνονται τόσον ἀναμφισβητήτως δίκαια, φιλάνθρωπα καὶ ὀρθά, ὥστε ἄλυτον αἴνιγμα ἀπομένει πῶς μόνον αἱ ἑλληνικαὶ κυβερνήσεις κατώρθωσαν νὰ προτιμήσωσι τὰ ἀκριβῶς ἐνάντια. Ἡ μετὰ πάροδον ὁλοκλήρων ἐτῶν θανάτωσις τοῦ φονέως ἄγει αὐτοὺς ἐκείνους τοὺς ἐν ἀρχῇ μετ’ ἀδημονίας ἐρωτῶντας «διατὶ δὲν κόπτουν τὸ θηρίον», νὰ ἐρωτῶσι «διατὶ σφάζεται ὁ ἄνθρωπος», ἀφοῦ λησμονηθῇ τὸ ἔγκλημά του. Ὁ πρὶν καὶ παρ’ ἡμῖν συνήθης ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ ὅπου διεπράχθη τὸ κακούργημα ἁγνισμὸς αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματός του ἐπὶ μακρὸν χρόνον μαστίσαντος τὴν ἐπαρχίαν γνωστοῦ εἰς πάντας κακούργου, ἦτο βεβαίως πολὺ σωφρονιστικώτερος τῆς σφαγῆς εἰς ἄλλον τόπον ἀγνώστου εἰς τοὺς παρισταμένους καταδίκου. Καὶ τοῦτο ὅμως ἐθεωρήθη ἐσχάτως ὡς ἐπουσιῶδες καὶ πολὺ ἀπραγμονέστερον νὰ ἱδρυθῇ ἓν κεντρικὸν σφαγεῖον. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον δὲν ὑπῆρξε δυνατὸν νὰ κατορθωθῇ εἰς τὰς Ἀθήνας διὰ τὴν σφαγὴν τῶν ζῴων, κατωρθώθη εἰς τὸ Ναύπλιον διὰ τὴν σφαγὴν ἀνθρώπων. Τὰς πρὶν περιοδείας τῆς λαιμητόμου διεδέχθησαν αἱ περιοδικαὶ ἀθρόων καταδίκων σφαγαί. Ἀπίστευτον φαίνεται ἀλλὰ καὶ ἀκριβέστατον εἶναι ὅτι διατηροῦνται παρ’ ἡμῖν κεντρικαὶ ἀποθῆκαι καταδίκων ἐκ τῶν ὁποίων ἐξάγεται ἀνὰ διετίαν ἢ τριετίαν δεκαπεντὰς ἀνθρώπων διὰ νὰ σφαγῇ. Ἡ διαλογὴ τῶν θυμάτων, ἀγνοοῦμεν ἂν κατὰ κλῆρον ἢ κατ’ ἄλλον τρόπον γίνεται μεταξὺ τριπλασίου, τετραπλασίου ἢ καὶ δεκαπλασίου ἀριθμοῦ συγκαταδίκων εἰς τὴν αὐτὴν ποινήν. Οἱ κατάδικοι τῷ ὄντι εἰς θάνατον ἀποτελοῦσι παρ’ ἡμῖν ἰδιαιτέραν καὶ ἱκανῶς πολυάριθμον τάξιν καταδίκων, τελείως ἄγνωστον εἰς πᾶσαν ἄλλην χώραν, διὰ τὸν λόγον ὅτι πανταχοῦ ὁ καταδικασθεὶς εἰς θάνατον ἢ θανατώνεται ἢ ἀξιούμενος χάριτος μεταβάλλεται ἐντὸς τακτῆς προθεσμίας ἀπὸ καταδίκου εἰς θάνατον εἰς κατάδικον εἰς δεσμὰ ἢ εἰς ἄλλην οἰανδήποτε ποινήν. Μόνον ἐν Ἑλλάδι ἠμπορεῖ νὰ πολυχρονήσῃ ὑπὸ τὴν ἰδιότητα καταδίκου εἰς θάνατον, δυνάμενος μὲν ν’ ἀποθάνῃ καὶ ἐκ γεροντικοῦ μαρασμοῦ, ἀλλὰ καὶ δεκτικὸς καρατομήσεως ἀπὸ μιᾶς εἰς ἄλλην ἡμέραν, χωρὶς νὰ ἠξεύρη διατί. Ὅπως τὸ ξίφος ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ Δαμοκλέους, οὕτω ἐπικρέμαται ἰσοβίως καὶ ἐπὶ τῆς ἰδικῆς του ἡ κόπις τῆς λαιμητόμου.

Πάντα ταῦτα φαίνονται τόσον ἄτοπα, ἀλλόκοτα, ἀπάνθρωπα καὶ βδελυρά, ὥστε ἐκλίνομεν ἐπὶ πολὺν χρόνον νὰ πιστεύσωμεν ὅτι