Σελίδα:Συριανά Αφηγήματα, Εμμανουήλ Ροΐδου.djvu/11

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
Α. ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΣΥΡΙΑΝΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ

ΕΝΤΡΕΠΟΜΑΙ νὰ τὸ ὁμολογήσω. Ἐπέρασαν ὀκτὼ μῆνες ἀφ’ ὅτου ὑπανδρεύθην καὶ εἶμαι ἀκόμη ἐρωτευμένος μὲ τὴν γυναῖκα μου, ἐνῷ ὁ κυριώτερος λόγος διὰ τὸν ὁποῖον τὴν ἐπῆρα ἦτο, ὅτι δὲν μοῦ ἤρεσκε διόλου ἡ κατάστασις ἐρωτευμένου. Δὲν πιστεύω νὰ ὑπάρχῃ ἄλλη ἀρρώστια τόσον βασανιστική. Οὔτε ὄρεξιν εἶχα, οὔτε ὕπνον, οὔτε διάθεσιν νὰ ἐργασθῶ ἢ νὰ διασκεδάσω. Ἐκτὸς τῆς Χριστίνας, ὅλα τὰ ἄλλα τὰ εὕρισκα ἄνοστα, ἀνάλατα, ἀνούσια καὶ πληκτικά. Ἐνθυμοῦμαι ὅτι μίαν ἡμέραν εἰς τὸ ξενοδοχεῖον ἔκαμα ὅλον τὸν κόσμον νὰ γελάσῃ παραπονεθεὶς ὅτι ἦτο ἀνάλατη καὶ ἡ λακέρδα. Οἱ συγγενεῖς μου δὲν ἤθελαν αὐτὸν τὸν γάμον, διὰ τὸν λόγον ὅτι ἐκείνη δὲν εἶχε τίποτε καὶ οὔτ’ ἐγὼ πολλά. Τὴν πατρικήν μου οἰκίαν, τρεῖς χιλιάδας δραχμὰς εἰσόδημα ἀπὸ δυὸ ἀποθήκας καὶ μίαν θέσιν ἑκατὸν ἑξήντα δραχμῶν. Πῶς λοιπὸν ἦτο δυνατὸν νὰ ζήσωμεν μὲ αὐτὰ ἀφοῦ ἡ νέα, ἂν καὶ χωρὶς προῖκα, ἦτο μοναχοκόρη καλομαθημένη καὶ ἀγαποῦσε τὸν καλὸν κόσμον, τὰς διασκεδάσεις, τὰ στολίδια καὶ τοὺς χoρoύς; Ὅσα μοῦ ἔλεγαν τὰ εὕρισκα ὅλα σωστά! Δὲν ἠμπορῶ κὰν νὰ εἴπω πρὸς δικαιολογίαν μου ὅτι μ’ ἐτύφλωσε τὸ πάθος, οὔτε πιστεύω νὰ ὑπάρχῃ ἄνθρωπος θετικώτερος ἀπὸ ἐμέ. Οἱ ἄλλοι ἐρωτευμένοι φαντάζονται τὴν ἀπόλαυσιν τῆς φιλτάτης των εὐτυχίαν τόσω μεγάλην, ὥστε δὲν φοβοῦνται νὰ γελασθοῦν ἀγοράζοντες αὐτὴν εἰς ὁποιανδήποτε τιμήν. Ἐγὼ ὅμως δὲν ἤμουν ῥωμαντικός. Τίποτε ἔκτακτον δὲν ὠνειρευόμην, ἀλλὰ μόνον νὰ ἐπανέλθουν τὰ πράγματα εἰς τὴν τακτικὴν αὐτῶν κατάστασιν, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκοντο πρὶν ἐρωτευθῶ. Τὴν μακαρίαν ἐκείνην κατάστασιν τὴν ἐνθυμούμην μὲ τὸν φλογερὸν πόθον, μὲ τὸν ὁποῖον ἐνθυμεῖται ὁ ἄρρωστος τὸν καιρὸν ὅπου ἦτο ὑγιῆς. Τὴν Χριστίναν τὴν ἤθελα μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ τὴν ἀπολαύσω, νὰ τὴν χορτάσω, νὰ τὴν βαρεθῶ καὶ ν’ ἀρχίσω ἔπειτα, καθὼς πρίν, νὰ τρώγω, νὰ κοιμοῦμαι, νὰ πηγαίνω εἰς τὸν περίπατον καὶ νὰ παίζω πρέφαν καὶ κοντσίναν εἰς τὴν λέ-