Σελίδα:Σκαραβαίοι και Τερρακότες (1919).pdf/87

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


Μέσα στὴ στοιχειωμένη τὴ σπηλιὰ
ποῦ ἀποσταμένος γέρνει,
ὕπνος τὶς φέρνει, ὕπνος τὶς παίρνει:
Νεράϊδες περδικόστηθες στητὲς
καὶ μαρμαροτραχῆλες
ἀνήσκιωτα κορμιά, ἀδειανὰ
διανέματα κι ἀνατριχίλες,
στὶς κομπωτὲς πλεξούδες των φοροῦν
νεραϊδογνέματα καὶ πολυτρίχια
κ’ ἔχουνε κρίνους δάχτυλα
κ’ ἔχουν ροδόφυλλα γιὰ νύχια
κ’ ἔχουνε χρυσομέταξα μαλλιὰ
κι ἐλιόμαυρες λαμπήθρες
-τέτοιες μὲ μέλι σύγκερο μεστὲς
οἱ Ὑβλαῖες κερῆθρες-
Καὶ μιά, ἡ Ἐξωτέρα ἡ Παγανή,
παγάνα τοῦ θανάτου,
χτυπάει τὸ νιὸ πραματευτὴ
καὶ παίρνει τὰ συλλοϊκά του.

Τώρα στὴ χώρα ὁ νιὸς πραματευτὴς
κλαίει καὶ λέει πάλι ἐκεῖνο:

86