Σελίδα:Σκαραβαίοι και Τερρακότες (1919).pdf/62

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.


Το πλοῖο θαλασσοδέρνεται ξυλάρμενο
καὶ τὸ πατάει τὸ κῦμα πρίμα πλώρη·
δὲ θεν’ ἀράξουμε οὔτε τὸ βράδυ οὔτε αὐγὴ
κι ὁ θάνατος μᾶς ζώνει πρίμα πλώρη.

Μὰ κάτι μυρωδιὲς μᾶς φέρνει ὁ ἄνεμος
ἀχνὲς κι ἀλαργινὲς — σὰν τί, δὲν ξέρω·
δὲ θεν’ ἀράξωμε οὔτε βράδυ οὔτε αὐγὴ
καὶ πάντα ἐλπίζομε — σὰν τί, δὲν ξέρω.

Μὲ ἥσκιους κι’ αἰώνια θέρη, κι ἂν δὲν φαίνεται,
μιὰ χώρα πρόσπερα ἐκεῖ κάτω μᾶς προσμένει·
δὲ θεν’ ἀράξωμε οὔτε βράδυ οὔτε αὐγὴ
στὴν ὥρια χώρα — ποῦ δὲ μᾶς προσμένει!

61