Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Σκαραβαίοι και Τερρακότες (1919).pdf/119

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


Μὰ τὴν ξεκολλάει ὁ ἁψὺς ὁ ἀδερφός της
καὶ σπουδαστικὰ τὴν παίρνει ἐπάνω στὸ ἄτι
κ’ ἔτσι βιάζεται μὲ τὴ φτωχιὰ γυναῖκα
ἴσα στὸ ψηλὸ τὸ πατρικό του σπίτι.

Λίγος πέρασε καιρός, κἄν ἑφτὰ μέρες,
λίγος, μὰ ἔσωνε· πολλοὶ τρανοὶ ἀρχόντοι
τὴν κερὰ ζητοῦν, στὴ λύπη τῆς χηρειᾶς της,
τὴν κερὰ ζητοῦν, γυναῖκα νὰ τὴν κάμουν
κι ὁ τρανύτερος εἶναι ὁ κατῆς τοῦ Ἰμόσκη.

Κλαίγεται ἡ κερὰ καὶ λέει τοῦ ἀδερφοῦ της:
«Ἔτσι νὰ χαρῇς τὴ ζωή σου σ’ ἐξορκίζω
μὴ μὲ δίνῃς πιὰ γυναῖκα σ’ ἄλλον ἄντρα,
μὴ ξανανταμώσουμε μὲ τὰ γλυκά μου
τὰ φτωχὰ παιδιὰ καὶ ραγιστῇ ἡ καρδιά μου.»

Μὰ τὰ λόγια της δε γράφει ὁ ἀδερφός της,
θέλει στὸν κατῆ τοῦ Ἰμόσκη νὰ τὴ δώσῃ
καὶ ξανὰ ἡ καλὴ παρακαλεῖ καὶ λέει:
«Στεῖλε, ἀδερφέ, ἕνα κἂν στείλε φύλλο
μὲ τὰ λόγια αὐτὰ γιὰ τὸν κατῆ τοῦ Ἰμόσκη:
Φιλικὰ σὲ χαιρετᾷ ἡ νέα ἡ χήρα

118