Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Σκαραβαίοι και Τερρακότες (1919).pdf/113

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


2

Αναμεσα στὰ κύματα, ποῦ κόφτουν ἀφρισμένα
τὸ πέταμά του, ὁ νικητὴς τῆς Μέδουσας προβαίνει·
κ’ ἐνῶ τὸ αἷμα, ἱδρὸς ζεστός, ἀπ’ τὸ κορμί του βγαίνει
παίρνει τὴν ξανθομάλλινη στὴν ἀγκαλιά παρθένα.

Στὸ ἀδέρφι τοῦ Χρυσάορος ἐπάνω, ποῦ ὀργισμένα
στὸ κύμα κρούει τὶς ὁπλὲς καὶ μὲ ἀφρὸ τοὺς ραίνει,
βάζει τὴν Κόρη, ποῦ γλυκὰ τὸν σφίγγει χλωμιασμένη
σὲ στήθη ἀπὸ τὰ κλάματα ἀκόμα φουσκωμένα.

Τὸν σφίγγει κ’ ἡ ἀφροδροσιὰ τοὺς δυὸ μαζὶ σκεπάζει,
δειλὰ ἐκείνη στὸ ἄλογο πιὸ ἐπάνω τἀνεβάζει
τὰ ὡραῖα της πόδια ποῦ φιλᾷ ἕνα φευγάτο κύμα.

Μὰ ὁ Πήγασος, ποῦ ἐπανωτὰ φτερνίζει τὰ πλευρά του,
ψηλά, στοῦ Ἥρωος τὴ φωνὴ πετόντας, μ’ ἕνα βῆμα
χτυπᾷ στὸν ἔντρομο οὐρανὸ τὰ φλογερὰ φτερά του.

112