Σελίδα:Σκαραβαίοι και Τερρακότες (1919).pdf/103

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

Καὶ τὰ ξελαρυγγιάσματα σκορπίζουν τὰ στερνά,
τρελλά, ὡς ποῦ ὁ ὕπνος φτάνει καὶ τὰ πνίγει,
ἐνῶ ὡς τὶς ρίζες τοῦ κισσοῦ τὶς τρίσβαθες περνᾷ
μιὰ ἀνατριχίλα ἀπ’ τῆς ζωῆς τὴ μέθη ὀλίγη.

Φουντώνει ἡ νύχτα· κ’ ἔρχουνται τριγύρω μου μιὰ μιὰ
κι ὅλες μαζὶ ἀπ’ ἀλάργου ἀρμενισμένες
σκιῶν σκιὲς οἱ ἀνάμνησες, στὴν ἄχαρή μου ἐρμιὰ
νὰ φέρουν ψεύτικια παρηγοριὰ οἱ θλιμμένες.

Μάταια! ζῇ ποτὲ ἡ ζωὴ μ’ ἀνάμνησες ποῦ ζῇ,
ποῦ θὰ ξυπνήσῃ καὶ μ’ αὐτὲς θὰ γύρῃ,
ἐνῶ ὁλοτρόγυρα βροντᾷ ἡ μέθη ὅλη μαζὶ
ἀπ’ τῆς ζωῆς, ποῦ ζῇ, τὸ πανηγύρι;

Ὁ μαῦρος κι ἄχαρος κισσός, τὸν πόνο του τρυγῶ
καὶ λέω καὶ μὲς στὰ στήθια μου ριζώνει
καὶ λέω κ’ εἶμαι τὸ χάλασμα τὸ ραγισμένο ἐγὼ
ποῦ ὁ μαῦρος κι ἄχαρός κισσὸς τὸ περιζώνει.

102